Είναι διάχυτη η αντίληψη η στήριξη ευγενών προσπαθειών, η ενίσχυση της τέχνης, πρέπει να περνά μόνο κι αποκλειστικά από το κράτος.
Φυσικό ήταν να προκαλέσει αντιδράσεις το άρθρο σχετικά με την επιδότηση μιας άξιας θεατρικής προσπάθειας, όπως είναι αυτή που χρόνια έκανε ο Γιώργος Μιχαηλίδης με το «Ανοιχτό Θέατρο». Στο χθεσινό κείμενο αναρωτιόμασταν «γιατί καλείται και πάλι ο κυρ Μήτσος από τα Γρεβενά να πληρώσει για ένα θέατρο την ύπαρξη του οποίου πιθανότατα αγνοεί;» («Καθημερινή» 25/10/2006)
Οι αντιδράσεις ήταν κατά κύριο λόγο συναισθηματικές, μόνο που κάποιες είχαν και μια λεοντή λογικής. Το σκεπτικό τους εδράζεται στη «διά του κράτους κοινωνία της αλληλεγγύης». Η καλύτερη απάντηση ήρθε από το ηλεκτρονικό ημερολόγιο (blog) «e-rooster» όπου ο γνωστός στον κυβερνοχώρο «Αθήναιος» έγραψε: «Μπαρμπα-Μήτσο σ’ ευχαριστώ πολύ και για το σχολείο μου που πλήρωσες και για το πανεπιστήμιό μου και για τα μεταπτυχιακά που έκανα με υποτροφία του ΙΚΥ. Τώρα που μεγάλωσα και ως (αγρίως) φορολογούμενος ελεύθερος επαγγελματίας, ήρθε η ώρα να επιστρέψω στην κοινωνία την οφειλή μου, ελπίζω να μπορέσω να συνεχίσω να επιδοτώ με τους φόρους μου, το εισιτήριο του θεάτρου του εγγονού σου που θα κατέβει στην Αθήνα από τα Γρεβενά. Πιστεύω πως είναι άδικο εγώ, που έγινα άνθρωπος και με τη δική σου οικονομική συμβολή, να αφήσω τον εγγονό σου να πιστέψει ότι Τέχνη κάνουν μόνη η Ντενίση και η Βίσση».
Καλή και χρυσή είναι αυτή η μορφή της ανταποδοτικής αλληλεγγύης, που περιγράφεται παραπάνω, μόνο που λειτουργεί σε κοινωνίες αγγέλων. Στην πραγματικότητα μεταξύ του επιδοτούμενου και μελλοντικά φορολογούμενου υπάρχει ένας μηχανισμός που λέγεται κράτος. Αυτός δεν απαρτίζεται από τίμιους και αγαθούς ανθρώπους. Πέρα από την σύμφυτη του Δημοσίου διαφθορά, στην τέχνη πότε δεν ξέρουμε αν η κρατική επιδότηση εξυπηρετεί κάποια (έτσι κι αλλιώς ασαφή) υψιπετή κριτήρια, αλλά την εκλογική πελατεία του εκάστοτε υπουργού. Το γράψαμε και παλαιότερα: αν μελετήσει κανείς διαχρονικά τις δαπάνες του ΟΠΑΠ ή του υπουργείου Πολιτισμού δεν θα ανακαλύψει πολιτιστικές ανάγκες, διότι αυτές εκ των πραγμάτων δεν ορίζονται. Μπορεί να αποκτήσει, όμως, μια πολύ καλή εικόνα των πολιτικών συσχετισμών κάθε εποχής.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι η διαφθορά. Ετσι κι αλλιώς κάθε φορά που χρηματοδοτούμε τον πολιτισμό πρέπει να ξέρουμε εκ των προτέρων ότι τα μισά χρήματα είναι χαμένα. Απλώς δεν θα μάθουμε ποτέ ποια μισά είναι αυτά.
Μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η διάχυτη η αντίληψη ότι η κοινωνία της αλληλεγγύης, η στήριξη ευγενών προσπαθειών, η ενίσχυση της τέχνης πρέπει να περνά μόνο κι αποκλειστικά από το κράτος. Σα να μην υπάρχουν άλλοι κοινωνικοί θεσμοί να υποκαταστήσουν το όλο και πιο ατελέσφορο Δημόσιο. Δυστυχώς, στη συνείδηση πλέον του Ελληνα υπάρχουν μόνο ανάγκες και κράτος. Τίποτε άλλο. Ακόμη και στην αγορά, εκεί που κάθε πολίτης είναι ελεύθερος να κάνει τις επιλογές του, όλοι αναζητούν χωροφύλακα.
Γι’ αυτό ίσως δεν υπάρχει καταναλωτικό κίνημα, ούτε Κοινωνία των Πολιτών. Αν όλοι «γνωρίζουμε» ότι μόνο διά του κράτους μπορεί να σωθεί το «Ανοιχτό Θέατρο» κανείς δεν θα κινηθεί να βρει άλλες εξυπνότερες και τελικά πιο αποτελεσματικές λύσεις.
Το κράτος είναι απάντηση σε επείγουσες καταστάσεις, τότε που ο κοινωνικός αυτοματισμός δεν έχει χρόνο να λειτουργήσει. Αν κάποιος π. χ. πεθαίνει δεν μπορούμε να περιμένουμε τα χρήματα εράνου για να μπει στο νοσοκομείο. Πρέπει όμως να αφεθεί χώρος για να αναπτυχθούν άλλες μορφές αλληλεγγύης και προσφοράς. Στον χώρο της τέχνης πιθανότατα μπορούν να αναπτυχθούν τέτοιες πρωτοβουλίες. Μόνο το 10% όσων δηλώνουν ανήσυχοι για τον πολιτισμό να κινητοποιηθεί, είκοσι «Ανοιχτά Θέατρα» θα καταφέρουν να μακροημερεύσουν.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 26.10.2006