Το γεγονός ότι η Ελλάδα υπήρξε αφρόνως σπάταλη δεν σημαίνει ότι δεν γίνονται κερδοσκοπικά παιχνίδια.
Υπήρξε μια εποχή στην Ελλάδα που τα πάντα εξηγούντο με την επίκληση συνωμοσιών, συμφερόντων, κερδοσκοπιών και άλλων σκοτεινών καταστάσεων. Ηταν η εποχή της εθελούσιας τύφλωσης, μια προσπάθεια αποφυγής στην αναγκαία εμβάθυνση για όσα συνέβαιναν στον κόσμο. Επρόκειτο στην ουσία για πνευματική οκνηρία. Αντί να συλλέγουμε της ψηφίδες της πολύπλοκης πραγματικότητας για να σχηματίσουμε θεωρία, φτιάχναμε μια απλοϊκή θεωρία και αποσιωπούσαμε ή τονίζαμε κάποια γεγονότα έτσι ώστε να ταιριάζουν στην αδρή εικόνα του κόσμου που είχαμε προσχηματίσει. Ηταν τότε που η παγκοσμιοποίηση διέλυε τα εθνικά κράτη, οι Ευρωπαίοι διέλυαν τη Γιουγκοσλαβία, οι Αμερικανοί διέλυαν την Ευρώπη και όλοι μαζί την Κύπρο. Απαντες δε, από τον Σόρος μέχρι τον Κίσιγκερ, κοιμούνταν και ξυπνούσαν με τον καημό της Ελλάδος. Επειδή, έλεγαν κάποιοι, ήμασταν απείθαρχοι στα κελεύσματα της παγκοσμιοποίησης (πραγματικά: δεν πρέπει να υπάρχει άλλη χώρα που να δίνει 16 μισθούς στους υπαλλήλους της Βουλής ή να διατηρεί επί τόσο μακρόν ζημιογόνες ΔΕΚΟ) ή επειδή μας ζήλευαν: ενώ εμείς γλεντούσαμε στις ταβέρνες και τα μπουζούκια, εκείνοι πήγαιναν πρωί πρωί για δουλειά.
Και μετά ήρθε η κρίση. Οι θεωρίες συνωμοσίας δεν έλειψαν. Το ΚΚΕ, για παράδειγμα, θεωρεί ότι αυτή η χρηματοπιστωτική κρίση έγινε για να εξομοιωθούν τα όρια συνταξιοδότησης στην Ελλάδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ νομίζει ότι ο διεθνής Τύπος ασχολείται μαζί μας επειδή ζηλεύει τις «κοινωνικές κατακτήσεις» σαν το «επίδομα έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία» που παίρνουν διάφοροι του Δημοσίου. Πρέπει να δεχθούμε όμως ότι αυτή τη φορά πήραμε τα πράγματα πιο σοβαρά. Αρχίσαμε να αναλογιζόμαστε τις πραγματικές δικές μας ευθύνες για την κατάσταση που περιήλθαμε. Κατανοούμε ότι το μοντέλο του κλεπτοκρατικού καπιταλισμού (στο οποίο μέτοχοι και συμμέτοχοι είμαστε όλοι: από τους αγρότες που καλλιεργούν για τις επιδοτήσεις μέχρι τους επιχειρηματίες που φτιάχνουν εταιρείες με μοναδικό πελάτη το Δημόσιο) έφτασε στο τέλος του. Τα δανεικά που το συντηρούσαν στέρεψαν και ήρθε η ώρα του λογαριασμού.
Τώρα όμως ελλοχεύει ένας άλλος κίνδυνος. Επειδή η συνωμοσιολογία ευδοκίμησε επί μακρόν στη χώρα, πολλοί λειτουργούν σαν κνίτες της απέναντι πλευράς. Αρνούνται πτυχές της πραγματικότητας, όπως είναι τα κερδοσκοπικά παιχνίδια στις αγορές. Θεωρούν ότι όλα είναι καλώς καμωμένα, κι εμείς απλώς έπρεπε να προσέχουμε.
Στο δεύτερο έχουν δίκιο: εμείς έπρεπε να προσέχουμε. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι καλώς καμωμένα. Το γεγονός ότι η Ελλάδα υπήρξε αφρόνως σπάταλη δεν σημαίνει ότι δεν γίνονται κερδοσκοπικά παιχνίδια. Με άλλα λόγια: εμείς τρέξαμε μέχρι το χείλος του γκρεμού. Τώρα, υπάρχουν πολλοί που μας σπρώχνουν για να κερδίσουν. Και όχι μόνον εμάς, και όχι μόνο τώρα.
Αυτό το πρόβλημα φυσικά δεν μπορεί να το λύσει η Ελλάδα, αν και έπρεπε να το λάβει υπόψη της όταν έτρεχε προς το χείλος του γκρεμού. Τώρα πρέπει να πληρώσουμε· και τα χρωστούμενα και τις κερδοσκοπικές επιθέσεις. Από την άλλη οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι η πολιτική δεν κηδεύτηκε αλλά πρέπει να συγχρονιστεί με τις ανάγκες της παγκοσμιοποίησης. Δεν μπορεί να είναι εθνική, ούτε μπορεί να έχει ως μοναδικό στόχο τη διαρκή παραγωγή κρατικών ελλειμμάτων και χρεών όπως οραματίζονται διάφοροι, ζητώντας την παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας. Η παρέμβαση δεν μπορεί παρά να είναι διεθνική και πρέπει να έχει στόχο να κλείσει τρύπες του διεθνούς συστήματος, τις οποίες χρησιμοποιούν πολλοί για να κερδοσκοπήσουν.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 21.2.2010