Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, αλλά ασθενεί βαρύτατα. Η ασθένεια της έχει να κάνει με τα δύο μέτρα και σταθμά που ακολουθούμε σε όλα τα θέματα. Θέλουμε τα πάντα, χωρίς το κόστος τους.
Η είδηση όπως έρχεται από το δικαστικό ρεπορτάζ είναι εκπληκτική. Οι κατηγορούμενοι για συμμετοχή στην «17 Νοέμβρη» κι άλλες κακουργηματικές πράξεις κ.κ. Παύλος Σερίφης και Κώστας Καρατσώλης είχαν κάνει κάποιες απολογίες οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν από τις διωκτικές αρχές για την σύλληψη άλλων υπόπτων. Μετά από καιρό οι δύο κατηγορούμενοι ανακάλεσαν τις ομολογίες τους, διότι κατά τους ισχυρισμούς των ήταν αποτέλεσμα πορτοκαλάδας κι άλλων πιέσεων από τις διωκτικές αρχές. Μέχρις εδώ καλά. Καθείς μπορεί να ομολογεί ότι κι όσα θέλει και μπορεί κατόπιν να ζητά να μην ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο για τον α’ ή β’ λόγο.
Ο παραλογισμός, όμως, ξεκίνησε από προχθές. Ο συνήγορος των δύο κατηγορουμένων (ο οποίος είχε ζητήσει να μην ληφθούν υπόψη οι ομολογίες, διότι οι πελάτες του δεν υπήρξαν ποτέ μέλη της 17Ν) ζήτησε επίσης από το δικαστήριο να εφαρμοστούν οι ευεργετικές διατάξεις του αντιτρομοκρατικού νόμου εκείνες που εφαρμόζονται για όσους …συνεργάζονται με τις αρχές! Παράλογο; Πιθανόν, αλλά είναι μια από τις εκφάνσεις του γνωστού ελληνικού δόγματος που θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο.
Δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα. Ολόκληρη η ελληνική κοινωνία λειτουργεί με το «δόγμα του χορτάτου σκύλου» Π.χ. η αντιμετώπιση των μεταναστών. Τους χρειαζόμαστε, τους δίνουμε δουλειές (οι οποίες πρέπει να γίνουν και κανείς μας δεν θέλει να τις κάνει) αλλά από την άλλη δεν τους θέλουμε! Ζητάμε εργατικά χέρια κι εξεγειρόμαστε επειδή μας έρχονται ολόκληροι άνθρωποι -με τα δικά τους ήθη, την δική τους θρησκεία, τα δικά τους έθιμα. Θέλουμε να τους ενσωματώσουμε, αλλά ολίγον! Μην πάρουν τη σημαία μας και την μολύνουν!
Θέλουμε όλο και περισσότερο κράτος και ταυτόχρονα αναρωτιόμαστε γιατί δεν δουλεύει αυτό το (λιγότερο του επιθυμητού) κράτος που έχουμε. Θέλουμε φθηνά προϊόντα στην αγορά, αλλά μην έρθουν τα ξένα πολυκαταστήματα και σβήσουν τους ακριβούς έλληνες μικρέμπορους. Θέλουμε ξένες επενδύσεις, αλλά και ταυτόχρονα να τις βρίζουμε κι ενίοτε να τις κανονιοβολούμε, όπως έκανε η 17Ν. Θέλουμε τις ΗΠΑ να υποστηρίζουν τα εθνικά μας δίκαια και να καίμε ανά βδομάδα μια σημαία τους. Θέλουμε όλοι να σέβονται το εθνικό μας σύμβολο, αλλά εμείς να καίμε τα ξένα.
Μισούμε την παγκοσμιοποίηση, αλλά όχι και τα αγαθά της: το ίντερνετ, καλό και φθηνό αυτοκίνητο, τις έγχρωμες τηλεοράσεις, τα απρόσκοπτα ταξίδια στο εξωτερικό. Θέλουμε, και καλά κάνουμε, να λειτουργεί η εκκλησία της Αγίας Τριάδας στην κεντρική Πλατεία της Κωνσταντινούπολης Ταξίμ, αλλά δεν θέλουμε πουθενά να χτιστεί τζαμί στην Ελλάδα. Ούτε καν στην Παιανία. Θέλουμε τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου να πανηγυρίζουν με ελληνικές σημαίες -όπως έγινε στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές- αλλά δεν θέλουμε να ονομαστεί ένα σωματείο της Θράκης «Τουρκική Ένωση».
Φυσικά θέλουμε να αμειβόμαστε χωρίς να δουλεύουμε. Θέλουμε όλοι να προσληφθούμε στο Δημόσιο γνωρίζοντας τους πενιχρούς μισθούς που δίνει και μόλις τρυπώσουμε εξεγειρόμαστε «διότι δεν μπορεί να ζήσει άνθρωπος με μισθό πείνας». Χτίζουμε νύχτα στα ρέματα για να αποφύγουμε τους ελέγχους του κράτους και με την πρώτη πλημμύρα ωρυόμαστε «που είναι, επιτέλους, το κράτος;»
Δεν ξέρουμε τι θέλουμε; Πιθανόν, αλλά υπάρχει και κάτι βαθύτερο. Νιώθουμε οι εκλεκτοί της Ιστορίας και της ανθρωπότητας, που ότι κι αν κάνουμε δεν θα επωμιστούμε το κόστος των επιλογών μας. (Αποτέλεσμα αυτής της αίσθησης είναι και η χαρακτηριστική απάντηση που κάθε Έλληνα όταν αντικρίζει τα αδιέξοδα της οικονομίας: «ε! κάτι θα βρεθεί». Τι; Κανείς δεν ξέρει.).
Μόνο που εκλεκτοί της Ιστορίας δεν υπάρχουν. Το μόνο που υπάρχει είναι το κόστος και το όφελος κάθε επιλογής. Κι αυτά είναι αλληλένδετα. Δεν μπορείς να έχεις τα οφέλη χωρίς το κόστος κάποιας επιλογής, είτε λέγεσαι Παύλος Σερίφης και Κώστας Καρατσώλης, είτε είσαι στο Δημόσιο, είτε κατοικείς στη Νέα Μηχανιώνα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 29.10.2003