Επειδή όλα καλύπτονται από ένα θολό μανδύα κοινωνικής προστασίας, δεν ξέρουμε, τοις πράγμασι, πόσα από αυτά που πληρώνουμε πάνε σ’ αυτούς που τα χρειάζονται ή σ’ αυτούς που παράγουν.
Η επωδός κάθε συζήτησης για την εισοδηματική πολιτική είναι μία: «Μα μπορεί να ζήσει ένας δημόσιος υπάλληλος με 500 ή 1.000 ευρώ μηνιαίως;» Λογικό φαντάζει. Πραγματικά, τα 500 ή 1.000 ευρώ δεν φτάνουν πλέον ούτε για δεκαπέντε μέρες, πόσω δε μάλλον για ένα μήνα. Μόνο που είναι η σωστή απάντηση σε μία λάθος ερώτηση. Θα ήταν η σωστή ερώτηση αν μιλούσαμε για το επίδομα εργασίας (το οποίο, παρεμπιπτόντως είναι μικρότερο και εξευτελιστικό) ή άλλη οικονομική βοήθεια που πρέπει να παρέχει το κράτος σε ανθρώπους που είχαν κάποια ατυχία στη ζωή τους.
Όταν όμως μιλάμε για προσφορά εργασίας, η αμοιβή πρέπει να ξεκινά από άλλη βάση. Από την παραγωγή. Πόσα παράγει ένας υπάλληλος για να αμειφθεί;
Η σύγχυση μεταξύ παραγωγής και αναγκών των δημοσίων υπαλλήλων είναι απότοκος της αντίληψης που έχουμε για το κράτος. Όπως ακριβώς γίνεται και με τις ΔΕΚΟ, θέλουμε το κράτος παραγωγό κάποιων υπηρεσιών σε λογικό κόστος και παραγωγό κοινωνικής πρόνοιας. Ταυτόχρονα και μάλιστα με κοινό λογαριασμό.
Φαντάζει λεπτή η διαφορά, μα δεν είναι. Καταρχήν, οι κοινοί λογαριασμοί κάνουν τους κακούς φίλους. Στο ερώτημα «μα μπορεί να ζήσει κάποιος με…» η απάντηση είναι πάντα «όχι». Όσα κι αν είναι τα χρήματα. Αυτό σημαίνει ότι οι εργοδότες που είναι η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνησή μας και οι εργαζόμενοι είναι διαρκώς στα μαχαίρια για έναν «αξιοπρεπή μισθό».
Δεύτερον, οι κοινοί λογαριασμοί κάνουν κακούς υπολογισμούς. Αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε πόσα από τους φόρους μας χρηματοδοτούν τις αναγκαίες υπηρεσίες που πρέπει να παράγει το κράτος και πόσα το κοινωνικό κράτος. Δεν ξέρουμε πόσους υπαλλήλους χρειαζόμαστε πραγματικά και πόσους χρηματοδοτούμε για λόγους κοινωνικής πρόνοιας. Δεν ξέρουμε πόσα πρέπει πραγματικά να τους δώσουμε, αλλά απλώς μαζεύουμε φόρους, δανειζόμαστε και λίγα, τα διαιρούμε διά του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων που έχουμε και όλοι μένουμε δυσαρεστημένοι. Και οι υπάλληλοι για τους μισθούς που παίρνουν κι εμείς για τις υπηρεσίες που μας παρέχουν, αλλά και οι ευπαθείς ομάδες που χρειάζονται κοινωνική προστασία, γιατί όσα περισσεύουν είναι πάντα ψίχουλα.
Οποιοσδήποτε διαχειρίζεται μια οικονομική μονάδα (από τη μικρότερη επιχείρηση μέχρι μια πολυεθνική) γνωρίζει ότι η θολούρα στα οικονομικά είναι ο καλύτερος τρόπος αποτυχίας. Το να μην ξέρει κάποιος με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τι πληρώνει, πού και γιατί το πληρώνει οδηγεί σε λάθος αποφάσεις, και τακτικής και στρατηγικής. Δεν μπορεί να διαλέξει με πιθανότητες επιτυχίας τι πρέπει να ενισχύσει και τι πρέπει να περικόψει.
Αυτό ακριβώς πάθαμε κι εμείς με το κράτος. Επειδή όλα καλύπτονται από ένα θολό μανδύα κοινωνικής προστασίας, δεν ξέρουμε, τοις πράγμασι, πόσα από αυτά που πληρώνουμε πάνε σ’ αυτούς που τα χρειάζονται ή σ’ αυτούς που παράγουν. Με άλλα λόγια, δεν έχουμε ούτε κοινωνικό κράτος (που βοηθάει τους αναξιοπαθούντες) αλλά ούτε κράτος (που προσφέρει υπηρεσίες). Έχουμε έναν κοινό κορβανά, όπου όποιος προλάβει αρπάζει. Και μαντέψτε ποιος είναι ο τελευταίος…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 12.3.2006