Γιατί κάθε φορά που ανακύπτει ένα πρόβλημα το πρώτο και το μόνο που σκεπτόμαστε είναι κάποια απαγόρευση;
H ιδέα πιθανότατα γεννήθηκε στις «Αποδείξεις» πορνογραφίας που μετέδωσε προ ημερών ο ΑΝΤ1. Η απαγόρευση των κινητών στα σχολεία ήταν η εύκολη απάντηση σε όλα τα «φριχτά και γαργαλιστικά», που μετέδιδε στο πανελλήνιο το κανάλι. Εσπευσαν να την ασπαστούν πολλοί, ανάμεσά τους και ο υποψήφιος υπερνομάρχης κ. Αργύρης Ντινόπουλος, ο οποίος το βράδυ βρισκόταν στο πάνελ του κ. Ευαγγελάτου και το επόμενο πρωί ξεσπάθωνε με άρθρο του υπέρ της απαγόρευσης των κινητών στα σχολεία.
Οπως όλες οι απαγορεύσεις, έτσι και η ανωτέρω ακούγεται ως καλή ιδέα. Είναι ευτύχημα δε πως δεν έγινε κάποια δημοσκόπηση επ’ αυτού γιατί το πιθανότερο θα ήταν να ασπαστεί την ιδέα και η κυβέρνηση και να προχωρήσει σε μια άσχετη, άχρηστη κι ανέφικτη απαγόρευση.
Καταρχήν η απαγόρευση εν ώρα μαθήματος ισχύει. Εκτός αυτού, δεν πρέπει να υπάρχει εκπαιδευτικός που να ανέχεται να χτυπούν τα κινητά ενώ αυτός διδάσκει.
Το πρόβλημα όμως δεν γεννήθηκε εξαιτίας της ενόχλησης που εγγενώς δημιουργούν τα κινητά. Ξεπήδησε, διότι οι κάμερες των κινητών καταγράφουν σεξουαλικές περιπτύξεις μαθητών στα σχολεία. Αυτό αποτελεί ένα πρόβλημα, αλλά είναι η λύση η έκδοση κάποιας απαγόρευσης; Κι αν εκδοθεί ένας φετβάς πώς θα εφαρμοστεί; Θα γίνεται σωματικός έλεγχος των μαθητών πριν μπουν στο προαύλιο; Κι αν μπορούσε να εφαρμοστεί στα σχολεία, τι θα κάναμε για ανάλογη χρήση των κινητών στις καφετέριες; Και τέλος, αν το μέσον είναι το πρόβλημα, τι κάνουμε με το internet που το θέλουμε σε κάθε σχολείο; Και ο υπολογιστής μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καταγράψει και να διανείμει πορνογραφικό υλικό. Μήπως πρέπει να απαγορεύσουμε και αυτό το εργαλείο;
Η έκδοση μιας απαγόρευσης θα είναι ένα ακόμη κενό γράμμα νόμου. Δεν μπορεί και δεν πρόκειται να εφαρμοστεί, αλλά απλώς θα ανασύρεται όταν δημοσιοποιούνται θλιβερά φαινόμενα σαν αυτά της Αμάρυνθου. Θα χρησιμεύσει μόνο στους ηθικολόγους, για να σχίζουν τα ιμάτιά τους στα παράθυρα: «Εδώ, υπάρχει ένας νόμος! Γιατί δεν εφαρμόζεται η νομοθεσία;»
Περισσότερο όμως από τα παραπάνω πρέπει να μας προβληματίσει η αποδοχή της ιδέας. Γιατί κάθε φορά που ανακύπτει ένα πρόβλημα το πρώτο και το μόνο που σκεπτόμαστε είναι κάποια απαγόρευση;
Κατά πρώτον οι απαγορεύσεις βολεύουν τους πολιτικούς. Κάνουν καλά δελτία Τύπου και ευχάριστες στα ΜΜΕ συνεντεύξεις Τύπου. Βάζοντας τα προβλήματα κάτω από το χαλί της απαγόρευσης τους δίνεται η ευκαιρία να επαναλάβουν για πολλοστή φορά: «ένα χρόνιο πρόβλημα βρίσκει επιτέλους τη λύση του. Με νομοθετική πρωτοβουλία του τάδε υπουργού μπαίνει φραγμός…». Βέβαια η εμπειρία απέδειξε ότι τα προβλήματα όχι μόνο δεν λύνονται, αλλά αντιθέτως δημιουργούνται περισσότερα. Μέχρι, όμως, να το συνειδητοποιήσει το ευρύ κοινό η τετραετία έχει περάσει και οι πλασματικές λύσεις έχουν μπει στα πεπραγμένα της κυβέρνησης. Απόδειξη η προηγούμενη ηθικοπλαστική εκστρατεία κατά της τεχνολογίας. Ποιος θυμάται ότι με αφορμή τα «φρουτάκια» απαγορεύτηκε διά νόμου η χρήση των υπολογιστών στην Ελλάδα;
Κατά δεύτερον οι απαγορεύσεις λειτουργούν καταπραϋντικά σε μια μεγάλη μερίδα πολιτών που φοβούνται να βγουν στη λαϊκή αγορά χωρίς το χωροφύλακα. Οταν κάποιοι αναζητούν το κράτος διότι βρήκαν την ντομάτα 2 ευρώ είναι να μην το αναζητήσουν, σαν βρουν πορνογραφικά βίντεο στα κινητά των παιδιών τους; Οταν μεταθέτουν τις ευθύνες τους ως καταναλωτές, δεν θα τις μεταθέσουν σαν γονιοί;
Η ελληνική κοινωνία έχει εθιστεί στις απαγορεύσεις. Θέλει μονίμως κάποιον να την προσέχει. Κι αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο ειδικά στους λαϊκίστικους καιρούς που ζούμε.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 8.11.2006