Η ερμηνεία μας για τον Δεκέμβρη γίνεται σιγά-σιγά μεταφυσική.
Κάπου εκεί κοντά στον Δεκέμβριο χάσαμε μια γιαγιά. Εξαφανίστηκε όσο γρήγορα εμφανίστηκε. Την είδαμε ξαφνικά στις τηλεοπτικές μας οθόνες να την σέρνουν κάτι αστυνομικοί στην οδό Ασκληπιού της Αθήνας. Η γιαγιά ξάπλωσε στον δρόμο, ακούσαμε τις γνωστές ιαχές «ρε την γιαγιά, προσέχτε την γιαγιά». Αλλά τελικά κανείς δεν πρόσεξε την γιαγιά, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί η γιαγιά. Συνελήφθη; Πέθανε; Πήγε σπίτι της; Δεν το έμαθα ποτέ, ούτε άλλος τηλεθεατής φαντάζομαι που είδε τα σόου των οκτώ -όπου κάποιοι τιμούσαν τα γηρατειά της Ασκληπιού και κάποιοι άλλοι έσχιζαν τα ιμάτιά τους για νόμο και τάξη. Το ζήτημα είναι ότι η γιαγιά έγινε κάτι σαν το αίτημα του Δεκέμβρη. Χαμένη…
Η πρωτογενής πηγή για εκείνο το σόου των οκτώ ήταν ένα εναλλακτικό Μέσο. Το TVSX του Στέλιου Κούλογλου και των συνεργατών του. Εκεί βρισκόταν κάποιος με κάμερα και απαθανάτισε μια στιγμή της ιστορίας. Όπως ήταν και κάποιος με κινητό και κατέγραψε τους πυροβολισμούς και τις σκιές το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου που έπεσε νεκρός από τις σφαίρες αστυνομικού ο Αλέξης Γρηγορόπουλος. Η διάχυση της τεχνολογίας επιτρέπει σε πολλούς πια να απαθανατίζουν στιγμές που μετά γίνονται ιστορία.
Μόνο που στην περίπτωση της γιαγιάς η στιγμή έμεινε μετέωρη. Ποτέ δεν μάθαμε ποια ήταν, από πού κρατούσε η σκούφια της, και τι έγινε μετά. Αυτό στην νεοελληνική αργκό της δημοσιογραφίας λέγεται follow up story.
Το πρώτο που πρέπει να παρατηρήσουμε με αφορμή αυτό το συμβάν, είναι ότι παρά την θρυλούμενη αντιπαλότητα των δύο κόσμων, το τείχος είναι διαπερατό. Το βίντεο ενός εναλλακτικού μέσου μεταδόθηκε από όλα τα τηλεοπτικά κανάλια.
Το δεύτερο που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι έχουμε μια αποτυχία του παραδοσιακού συστήματος ενημέρωσης (να μας …ενημερώσει) αλλά την ίδια αποτυχία έχουμε και από το εναλλακτικό σύστημα. Ενώ γράφτηκαν εκατοντάδες σχόλια για την πολύπαθη γιαγιά, και λέχθηκαν άλλα τόσα στα παράθυρα της τηλεόρασης κανείς δημοσιογράφος -παραδοσιακός ή εναλλακτικός- δεν μας είπε για την γιαγιά.
Έτσι βλέπουμε ότι μια παθογένεια του παραδοσιακού συστήματος ενημέρωσης μεταφέρεται και στα εναλλακτικά Μέσα. Έχουμε πολύ ερμηνεία των γεγονότων και λίγη πληροφόρηση. Έχουμε δηλαδή κατ’ αναλογία και στο εναλλακτικό σύστημα πληροφόρησης πολλά «παράθυρα» και λίγο «δελτίο ειδήσεων».
Αυτό δεν είναι προς θάνατον. Ιστορικά έχει διαπιστωθεί ότι κάθε νέο σύστημα πληροφόρησης, στην πρώτη του φάση, αντιγράφει αυτό που προηγήθηκε. Αν δούμε τις πρώτες Βίβλους του Γουτεμβέργιου ή τα πρώτα βιβλία που βγήκαν από την τυπογραφική πρέσα, θα διαπιστώσουμε ότι είναι εξίσου περίτεχνα με τα χειρόγραφα. Αν κοιτάξουμε τα πρώτα βήματα της τηλεόρασης θα διαπιστώσουμε ότι είναι ραδιόφωνο με εικόνα. Κάπως έτσι γίνεται και με τα εναλλακτικά media στην Ελλάδα. Σήμερα αποτελούν μια προέκταση και μια μίμηση του υπάρχοντος συστήματος πληροφόρησης -άσχετα αν οι περισσότεροι το βρίζουν.
Φαντάζομαι ότι σιγά-σιγά και με την είσοδο νέων παιχτών στην αγορά αυτές οι παιδικές ασθένειες θα ξεπεραστούν. Μέχρι τότε, όμως έχουμε ένα κομβικό σημείο στον κοινό μας βίο που πρέπει να ερμηνεύσουμε. Ο Δεκέμβρης, άσχετα αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις εκφράσεις που πήρε, είναι κάτι που συντάραξε την ελληνική κοινωνία και γι’ αυτό η κοινωνία οφείλει να τον εκλογικεύσει. Οφείλει δηλαδή να τον δει σε όλες του τις διαστάσεις, να τον μετρήσει και να βγάλει συμπεράσματα απ’ αυτόν. Αν δεν το κάνει τότε πρώτον πήγε χαμένη τόση οργή και δεύτερον θα τον ξαναζήσει. Αν δεν τον ερμηνεύσει, τότε δεν θα δει τα προβλήματα που οδήγησαν κάποια παιδιά στους δρόμους και φυσικά δεν θα λύσει αυτά τα προβλήματα. Και μια διαμαρτυρία αυτόν τον στόχο έχει. Να επισημαίνει προβλήματα, για να λυθούν. Αλλιώς είναι χαβαλές.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, τρεις μήνες μετά και προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τον Δεκέμβρη. Έχουν γραφτεί δεκάδες άρθρα που προτείνουν δεκάδες θεωρίες. Ήδη υπάρχουν δύο αφιερώματα σε δύο έγκυρα περιοδικά στα οποία διαβάζουμε από το προφανές («τα παιδιά ευαισθητοποιήθηκαν από τον θάνατό ενός συμμαθητή τους») μέχρι Νιτσεϊκές ερμηνείες. Διαβάζεις ένα άρθρο και λες «αυτός δίκιο έχει». Διαβάζεις ένα δεύτερο άρθρο και λες «κι αυτός δίκιο έχει».
Υπάρχει ένα παλιό εβραϊκό ανέκδοτο όπου κάποιος πάει στον ραβίνο και του λέει πόσο καλός είναι ο Θεός. Ο ραβίνος του λέει «δίκιο έχεις». Μετά πάει κάποιος άλλος και του λέει πόσο κακός είναι ο Θεός. Ο ραβίνος απαντά πάλι «δίκιο έχεις». Η σύζυγος του ραβίνου που άκουγε τις κουβέντες τον ρωτά «μα πως είναι δυνατόν να έχουν δίκιο και οι δύο;» Κι εκείνος της απαντά: «κι εσύ δίκιο έχεις».
Κάπως έτσι γίνεται προϊόντος του χρόνου και η ερμηνεία για τον Δεκέμβρη. Μεταφυσική. Διότι, αν το καλοσκεφτούμε, τι είναι ο Θεός; Πολύ θεωρία δίχως κανένα στοιχείο. Κάπως έτσι μεταμορφώνεται στο συλλογικό μας και ο Δεκέμβρης: πολύ θεωρία με ελάχιστα στοιχεία. Πόσοι βγήκαν στους δρόμους εκείνες τις μέρες; Πόσοι έκατσαν σπίτια τους; Τι ζημιές έγιναν; Πόσοι συνελήφθησαν; Τι σημαίνουν αυτά τα περίεργα ιερογλυφικά με τις τρεις τελείες που είδαμε στα καμένα κτίρια; Ποια ήταν η γιαγιά της Ασκληπιού; Ποιο ήταν το αίτημα του Δεκέμβρη;
Το πληροφοριακό σύστημα μιας χώρας (τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τα εναλλακτικά media) είναι το νευρικό της σύστημα. Αν δεν λειτουργεί αυτό, τίποτε δεν λειτουργεί. Χειρότερα: αν λειτουργεί άσχημα, έχεις περίεργα φαινόμενα, από σπασμούς μέχρι κατατονία. Στην Ελλάδα έχουμε την δεύτερη περίπτωση, γι’ αυτό έχουμε και σπασμούς και κατατονία. Έχουμε τον Δεκέμβρη, αλλά έχουμε και μια νέα γενιά που ανέχεται χρόνια τώρα ένα άθλιο εκπαιδευτικό σύστημα που απομυζά τα καλύτερα χρόνια των παιδιών, χωρίς να τους προσφέρει γνώση. Αυτό θα μπορούσε να είναι αίτημα του Δεκέμβρη το οποίο χάθηκε μέσα στην μεταμοντέρνα ποίηση που χαρακτήρισε τον λόγο των παιδιών.
Η ποίηση είναι μια δεύτερη αποτυχία του πληροφοριακού συστήματος της χώρας. Όχι μόνο δεν έχει τα πραγματικά στοιχεία για όσα γίνονται, αλλά και οι ερμηνείες του δεν είναι συνεκτικές. Χειρότερα: έχουμε χάσει και τις λέξεις. Δηλαδή πολλοί βρίσκουν χαριτωμένο το σύνθημα «ο σκύλος μου τρελάθηκε με γάτα ζευγαρώνει, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι», αλλά όταν φεύγουν πέτρες χρειαζόμαστε και μια εξήγηση.
Δυστυχώς ο μεταμοντερνισμός στην Ελλάδα έχει γίνει αυθύπαρκτη αξία. Δεν έχει σημασία αν κάτι κάνει νόημα ή όχι, αρκεί να έχει ρίμα ή να είναι διαφορετικό. ¨Όταν όμως αρχίζουν και συγχέονται οι λέξεις και οι έννοιες τότε όχι μόνο δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, αλλά κάποιοι ματώνουν.
Να σας πω την εμπειρία μου που είχα καταγράψει και σε ένα άρθρο στην «Καθημερινή».
O «βανδαλισμός» είναι πολύ συγκεκριμένη λέξη. Στα λεξικά καταγράφεται ως «σκόπιμη πρόκληση φθοράς καλλιτεχνικών δημιουργημάτων, αγαλμάτων, αρχιτεκτονημάτων». Τα τελευταία χρόνια η λέξη ξεχείλωσε: βανδαλισμός πλέον σημαίνει «σκόπιμη καταστροφή, οποιουδήποτε πράγματος». Ακόμη και όταν αυτό δεν έχει καλλιτεχνική αξία.
Το ξεχείλωμα της λέξης είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή της έννοιας. Σήμερα στην κοινή ομιλουμένη δεν έχουμε ξεχωριστή λέξη για την καταστροφή καλλιτεχνημάτων. «Βανδαλισμός» πλέον σημαίνει «σκόπιμη πρόκληση φθοράς οποιουδήποτε πράγματος». Τελεία…
Τελεία; Λάθος. Η φθορά της έννοιας συνεχίζεται. Παλιότερα ήταν η οργή των νοικοκυραίων που πετσόκοψε από τον ορισμό τα καλλιτεχνήματα. Προφανώς χρειάστηκαν μια πιο σκληρή από τη «δολιοφθορά» ή την «καταστροφή» λέξη κι έτσι κάθε σκόπιμη καταστροφή βαφτίστηκε «βανδαλισμός». Τώρα είναι η οργή εκείνων που ονομάσαμε «βάνδαλους» ή εκείνων που προσπαθούν να βρουν εξηγήσεις για τις δολιοφθορές του Δεκεμβρίου που πετσοκόβουν από τον ορισμό και το σκόπιμο της πράξης.
Η πρώτη μου επαφή με τη εκ νέου ξεχειλωμένη λέξη έγινε στο Πάντειο κατά τη διάρκεια ημερίδας με τίτλο «Τα ΜΜΕ τον Δεκέμβριο». Στο άκουσμα της λέξης «βανδαλισμοί» ένας φοιτητής διέκοψε την ομιλήτρια κ. Πέρσα Ζέρη για να φωνάξει ότι «βανδαλισμός δεν είναι η εξέγερση. Βανδαλισμός είναι η υποταγή». Βέβαια, ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι βανδαλισμός -απλώς σε μια εξέγερση μπορεί να γίνουν δολιοφθορές και βανδαλισμοί- αλλά ο διάχυτος μεταμοντέρνος σχετικισμός στον δημόσιο διάλογο λειτουργεί στο μυαλό πολλών νέων ως δικαιολόγηση βιαιοτήτων.
Εντυπωσιάστηκα πολύ περισσότερο, όταν στη στήλη ενός ανθρώπου που ξέρει καλά τις λέξεις ξαναβρήκα τον «βανδαλισμό» με τη διπλά ξεχειλωμένη ερμηνεία του. Ο βιβλιοκριτικός κ. Δημοσθένης Κούρτοβικ (προφανώς οργισμένος από την αδιαφορία του Δήμου Αθηναίων) φωτογράφισε ένα κατεστραμμένο φρεάτιο περιγράφοντάς το ως εξής: «Η φωτογραφία αφιερώνεται σε όλους εκείνους που αγανάκτησαν για τους βανδαλισμούς του περασμένου Δεκεμβρίου, αλλά δεν τους καίγεται καρφί για τους πολύ πιο επικίνδυνους βανδαλισμούς της δημόσιας διοίκησης, που συναντάμε καθημερινά στους δρόμους των πόλεών μας και φέρουν το σεμνό όνομα “κακοτεχνίες”» («Τα Νέα» 21.2.2009). Σύμφωνοι: είναι εγκληματικό να αφήνει ο δήμος φρεάτια να χάσκουν. Μπορεί να τραυματιστούν αμέριμνοι περαστικοί. Αλλά η αδιαφορία δεν έχει συγκεκριμένη σκοπιμότητα για να μεταφραστεί σε δολιοφθορά ούτε το φρεάτιο είναι έργο τέχνης για να έχουμε βανδαλισμό.
Οι λέξεις λοιπόν είναι το σημαντικότερο πράγμα που κληρονομούμε στη νέα γενιά. Δυστυχώς όλο το πληροφοριακό μας σύστημα τις καταστρέφει συστηματικά. Από τους ξύλινους τίτλους των εφημερίδων που υπερβάλλουν για μια ανατάραξη που έγινε σε μια πτήση «Κόλαση για 300 επιβάτες» μέχρι διανοούμενους οι οποίοι θέλουν να πρωτοτυπούν κάνοντας ποίηση βαφτίζοντάς την επιστήμη. Αντί να παιδευτούν με τις λέξεις και τις συνακόλουθες έννοιες τις καταστρέφουν. Και μετά θεωρητικοποιούν την καταστροφή λέγοντας ότι κάνουν επανάσταση. Αυτή η καταστροφή όμως λειτουργεί περίεργα στα άγουρα κεφάλια. Σε κάποιους γίνεται εξιλέωση της βίας.
Όταν κυριαρχεί η μεταμοντερνιά ότι η ύπαρξη των αυτοκινήτων είναι βία, τότε το κάψιμο των αυτοκινήτων είναι αυτοάμυνα. Όταν ο λόγος θεωρείται βία τότε οι άνθρωποι που μιλούν γίνονται στόχοι. Αν διαβάσει κάποιος τις προκηρύξεις των νέων τρομοκρατών θα διαπιστώσει ότι κυριαρχεί το παλιό σόφισμα: ο αστυνόμος είναι όργανο, το μπουζούκι είναι όργανο, άρα ο αστυνόμος είναι μπουζούκι. Η δημοσιογραφία είναι τέταρτη εξουσία, η εξουσία είναι βία, άρα βία στη βία της εξουσίας και όποιον πάρει ο χάρος. Μόνο που στον μεταμοντέρνο ορισμό της εξουσίας δεν προσμετράται το σημαντικό. Η εξουσία έχει φυσικά αποτελέσματα στον άνθρωπο. Δέρνει, φυλακίζει, σκοτώνει. Ότι και να πει ο δημοσιογράφος, δεν νομοθετεί, δεν συλλαμβάνει, δεν εκδίδει απόφαση φυλάκισης. Μπορεί ο λόγος δευτερογενώς να δημιουργήσει αποτέλεσμα βίας (έστω νόμιμης) αλλά δεν είναι ο δημοσιογράφος που ασκεί τη βία. Η εξουσία χρειάζεται φυσική βία και ο λόγος δεν ασκεί αυτή τη βία, όσο οξύς και να είναι.
Η μεταμοντέρνα ταύτιση του λόγου με την εξουσία μπορεί να έχει φυσικά αποτελέσματα. Και οι δημοσιογράφοι μπορεί να είναι σαν τα ντόνατς -πιο όμορφοι με μια τρύπα στη μέση. Δεν θέλω να πω ότι όλοι όσοι ασκούν τον μεταμοντέρνο λόγο παίρνουν τα καλάσνικοφ και όποιον πάρει ο χάρος. Αρκούν όμως δέκα να το πιστέψουν για να έχουμε τα πραγματικά φυσικά αποτελέσματα.
Αυτή τη στιγμή το νευρικό σύστημα της χώρας είναι διαλυμένο. Την μεγαλύτερη ευθύνη την έχουμε εμείς οι δημοσιογράφοι, οι εργοδότες μας, τα σωματεία μας που δεν είδαμε την ζημιά να έρχεται. Ελπίζω ότι σύντομα αυτό το εναλλακτικό σύστημα πληροφόρησης που τώρα αναπτύσσεται θα ξεπεράσει τις δομικές ασθένειες του επίσημου πληροφοριακού συστήματος (των ΜΜΕ δηλαδή) θα αρχίσει να ενημερώνει σφαιρικά τον κόσμο και προπαντώς θα αρχίσει να σέβεται τις λέξεις. Γιατί όπως τραγουδούσε και ο Κώστας Χατζής «πρέπει να μάθεις και να σέβεσαι τις λέξεις (…) αν τις προδώσεις ξαφνικά / οι λέξεις γίνονται καρφιά / οι λέξεις γίνονται καρφιά και σε τρυπάνε».
Εισήγηση στην ημερίδα « Εναλλακτικές μορφές ενημέρωσης και δημοκρατία», που έγινε στα πλαίσια του 11ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη 16.3.2009