Αργά ή γρήγορα η κρατική επιδότηση πρέπει να δημιουργήσει μια στοιχειώδη αγορά. Έστω ιδιωτικούς χορηγούς. Αν δεν δημιουργήσει σημαίνει ότι οι επιδοτήσεις πάνε στο βρόντο. Πολλοί πληρώνουν, λίγοι επωφελούνται και πολιτισμικό κεφάλαιο δεν δημιουργείται στη χώρα.
Αν κάποιος είχε μια επιχείρηση και την πρώτη χρονιά είχε 80 εκατομμύρια δρχ. έξοδα κι 8 έσοδα θα προβληματιζόταν. Αν την επόμενη χρονιά αύξανε τα έξοδά του σε 210 εκατομμύρια κι έβλεπε ότι τα έσοδά του αυξανόταν στα δεκαπέντε και κάτι θα ανησυχούσε. Αν την τρίτη χρονιά επέμενε αυξάνοντας τα έξοδα στα 250 εκατομμύρια κι έβλεπε τα έσοδά του να μειώνονται στα 10 θα αναλογιζόταν τι κάνει στραβά. Αν παρόλα αυτά επέμενε και διαπίστωνε ότι μετά από 16 χρόνια έχει επενδύσει 13 δις δραχμές για να πάρει ένα θα έκλεινε το μαγαζί. Δώδεκα δις ζημιές σε 16 χρόνια παραείναι πολλά, εκτός αν κάποιος παίζει με ξένα λεφτά. Τότε, εύκολα βάζει στη ρουλέτα δισεκατομμύρια κι ότι κάτσει.
Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (Ε.Κ.Κ.) είναι μία από τις αμαρτωλές ιστορίες της «φούσκας του πολιτισμού» που έχει στήσει τα είκοσι περασμένα χρόνια το ΠΑΣΟΚ. Ένας σύγχρονος πίθος των Δαναΐδων στον οποίο άθελά τους οι φορολογούμενοι ρίχνουν το υστέρημά τους για να βγαίνουν ταινίες που κατά κανόνα πατώνουν στις κινηματογραφικές αίθουσες. Από το 1982 λοιπόν μέχρι το 1998 το ελληνικό δημόσιο έβαλε 13,049 δις και εισέπραξε μόλις 1,060 δις δραχμές.
Είναι κατανοητή σε ένα βαθμό η επιδότηση του πολιτισμού από το κοινωνικό σύνολο. Το κράτος οφείλει να βοηθήσει τους πολίτες του να έρθουν σε επαφή με μορφές τέχνης, τέτοιες που η αγορά σνομπάρει. Είναι λογικό να βοηθήσει το θέατρο να αναπτυχθεί στην περιφέρεια, ή να διοργανώνει συναυλίες συμφωνικής μουσικής ώστε να συμπληρώσει τα κενά ή να λειτουργήσει ως μοχλός εκκίνησης μιας νέας αγοράς που τα ιδιωτικά κεφάλαια δεν επαρκούν να δημιουργήσουν. Με λογισμό όμως και δημοκρατικό γνώμονα που δεν είναι άλλος από τις προτιμήσεις του κοινού. Δηλαδή αργά ή γρήγορα η κρατική επιδότηση πρέπει να δημιουργήσει μια στοιχειώδη αγορά. Έστω ιδιωτικούς χορηγούς. Αν δεν δημιουργήσει σημαίνει ότι οι επιδοτήσεις πάνε στο βρόντο. Πολλοί πληρώνουν, λίγοι επωφελούνται και πολιτισμικό κεφάλαιο δεν δημιουργείται στη χώρα.
Ο κινηματογράφος είναι ένα μέτρο για να δούμε την αποτυχία της κρατικοπαρεμβατικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ. Είναι η πιο λαϊκή μορφή πολιτισμού και δημιουργεί εύκολα αγορά. Ο μόνος λόγος που μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι χρειαζόταν το Κέντρο Κινηματογράφου ήταν το γεγονός ότι το ελληνικό σινεμά χρειαζόταν μια καινούργια αρχή. Το κράτος έβαζε τα πρώτα λεφτά για τις παραγωγές και κατόπιν οι ίδιοι οι πολίτες θα στήριζαν την ελληνική παραγωγή. Είκοσι χρόνια και πολλά δις μετά βλέπουμε ότι στα δέκα ευρώ που βάζει το κράτος μόνο ένα επιστρέφει με την θέληση των πολιτών (εισιτήριο). Τα υπόλοιπα εννιά χρηματοδοτούν παραγωγές που ο πολίτης πιστεύει ότι είναι άχρηστες. Κι όμως: το υπό το ΠΑΣΟΚ υπουργείο Πολιτισμού συνέχιζε επί μακρόν να ρίχνει λεφτά. Όχι δικά του. Δικά μας…
Ο υφυπουργός Πολιτισμού κ. Πέτρος Τατούλης έγραψε ένα σημαντικό άρθρο προχθές («Τέλος στον κρατικοδίαιτο πολιτισμό» Καθημερινή 24.10.2004). Σ’ αυτό κατ’ αρχήν περιγράφει το πρόβλημα: «Τα τελευταία 20 χρόνια η αδιάκοπη παραμονή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία … χρησιμοποίησε την αστείρευτη αυτή πηγή πνευματικού πλούτου και υψηλού φρονήματος, ως παραμάγαζο της νομής της εξουσίας. Εξύφανε σχέσεις και ομφάλιους λώρους εξάρτησης του κόσμου του πολιτισμού της χώρας μας με το κράτος και ειδικότερα με τα ταμεία του.»
Είναι σημαντικό: για πρώτη φορά ίσως ένας υπουργός αυτής της κυβέρνησης μιλάει πολιτικά. Ξεφεύγει από την σκανδαλολογία -σκάνδαλα, σίγουρα υπάρχουν και στον πολιτισμό πολλά- και θέτει βαθύτερα το ζήτημα. Χαράσσει διακριτή πολιτική: «Η πολιτεία θα δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στις υποδομές και στην εκπαίδευση των νέων μας γύρω από το χώρο του Πολιτισμού, ώστε να επιτρέψουμε στους νέους δημιουργούς να κάνουν ένα βήμα εμπρός και να παρουσιάσουν τη δουλειά τους στο ευρύ κοινό και ασφαλώς λιγότερη στους καταξιωμένους ανθρώπους του χώρου που πλέον μπορούν επάξια να σταθούν στα πόδια τους και να αποκοπούν από τον κρατικό ομφάλιο λώρο… Δεν αποζητούμε τη μείωση της πολιτιστικής παραγωγής της πατρίδας μας. Aντιθέτως, επιδιώκουμε τη μεγιστοποίησή της λαμβάνοντας ειδική μέριμνα για την είσοδο όλο και περισσότερων χορηγών που θα είναι σε θέση να αναλάβουν ένα μέρος της οικονομικής στήριξης των ανθρώπων του Πολιτισμού, ακολουθώντας το επιτυχημένο παράδειγμα άλλων πιο προηγμένων κρατών της Δύσης.»
Αμήν…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 26.10.2004