Η κυρίαρχη πολιτική άποψη θέλει την ανυπακοή, την θέλει δημόσια, αλλά -προς Θεού!- δεν πρέπει ποτέ κανείς να πληρώσει το τίμημα.
Υπάρχει κάποια λογική πίσω από το σκεπτικό της «υπεράσπισης του Συντάγματος» με κουκούλες, όπως αναφέραμε χθες («Αγωνιστές του νέου 1-1-4;», «Καθημερινή» 18/1/2007). Αυτοί, δηλαδή, που καίνε τις κάμερες διότι θεωρούν ότι παραβιάζονται τα ατομικά τους δικαιώματα πρέπει να τιμηθούν από τον κ. Κάρολο Παπούλια επειδή υπερασπίζονται τη Δημοκρατία; Κι αν τιμηθούν αυτοί, τι κάνουμε με εκείνους που καίνε αυτοκίνητα διότι, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, παραβιάζουν το δικαίωμα των πεζών στην ελεύθερη μετακίνηση; Παίρνουν το παράσημο του Τάγματος του Φοίνικα;
Η συζήτηση δεν θα είχε κανένα νόημα αν δεν αποκάλυπτε την αμφιθυμία ενός μεγάλου μέρους τής εν Ελλάδι Αριστεράς απέναντι στη Δημοκρατία και την παραβατικότητα. Πολλοί δεν έχουν αποφασίσει ακόμη ότι ζούμε σε ένα δημοκρατικό καθεστώς όπου η υπεράσπιση των δικαιωμάτων γίνεται με δημοκρατικό τρόπο. Δεν έχουν ξεκαθαρίσει αν πρέπει να σέβονται την «αστική δικαιοσύνη» ή αν πρέπει απλώς να τη χρησιμοποιούν.
Αυτό είναι έκδηλο σε κάθε μορφή παραβατικότητας που φορά πολιτική προβιά. Από τον βανδαλισμό των πανεπιστημιακών χώρων, στο όνομα της ελεύθερης έκφρασης, μέχρι τα χάπενινγκ εντός του Κοινοβουλίου τα οποία βαφτίστηκαν «ακτιβισμός που δεν πρέπει να ποινικοποιηθεί». Ο νόμος γι’ αυτούς δεν είναι ιερός, είναι απλώς χρήσιμος για να καταγγέλλουν την παραβίασή του από τις δυνάμεις της τάξης ? παραβίαση που δυστυχώς είναι κι από εκεί συνήθης.
Μια από τις άγνωστες έννοιες εν Ελλάδι είναι εκείνη της «δημόσιας ανυπακοής». Οταν κάποιοι πολίτες νιώθουν ότι κάποιος νόμος προσβάλλει τα δικαιώματά τους, οφείλουν να τον παραβούν τηρώντας όμως (σύμφωνα με τον μεγάλο φιλόσοφο του Δικαίου John Rawls) τρεις προϋποθέσεις: 1) η παραβίαση του νόμου να μην εμπεριέχει βία 2) να γίνεται δημόσια 3) οι παραβάτες να πληρώνουν το τίμημα της παράβασης (μεγιστοποιώντας έτσι το επικοινωνιακό τους αποτέλεσμα).
Στις ΗΠΑ η «δημόσια ανυπακοή» είναι συνήθης ακτιβιστική πρακτική. Οταν για παράδειγμα απαγορεύτηκε η εισαγωγή των χαπιών RU-486 («χάπια άμβλωσης») διάφορες φεμινίστριες ταξίδεψαν στη Γαλλία, αγόρασαν τα φάρμακα και τα εισήγαγαν στη χώρα τους. Μόλις προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης πλησίασαν τους αστυνομικούς και ?παρουσία των δημοσιογράφων? τους δήλωσαν ότι είχαν τα χάπια RU-486. Οταν οι αστυνομικοί τις κοίταξαν απορημένοι εκείνες προέταξαν τα χέρια τους και τους δήλωσαν ότι τα χάπια ήταν απαγορευμένα και ζήτησαν να συλληφθούν. Συνελήφθησαν και πλήρωσαν το πρόστιμο. Στη δίκη τους υποστήριξαν το δικαίωμα στην άμβλωση και τελικά αθωώθηκαν καταργώντας ταυτόχρονα τον νόμο.
Η τακτική της «δημόσιας ανυπακοής» χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στις διαμαρτυρίες που έγιναν στις ΗΠΑ κατά του πολέμου. Πολλοί οι οποίοι ήταν ενάντια στον νόμο της υποχρεωτικής στράτευσης δεν έπαιρναν «τρελόχαρτο» για να πουλήσουν κατόπιν εορτής «αντιμιλιταρισμό». Αντιθέτως, έκαιγαν τις προσκλήσεις στράτευσης δημόσια ώστε να μεγιστοποιήσουν το επικοινωνιακό αποτέλεσμα εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ.
Στην Ελλάδα η κυρίαρχη πολιτική άποψη θέλει την ανυπακοή, τη θέλει δημόσια, αλλά -προς Θεού!- δεν πρέπει ποτέ κανείς να πληρώσει το τίμημα. Και η επανάσταση πρέπει να είναι τσάμπα. Οποτεδήποτε συλληφθεί κάποιος για την παραβίαση ενός νόμου, έχουμε να κάνουμε είτε με σκευωρία των αρχών είτε με ποινικοποίηση της διαμαρτυρίας. Υπάρχει ένα ιδεολογικό πλαίσιο που στηρίζει όλη την ανοχή στην παραβατικότητα, είτε αυτή αφορά τους «αγωνιστές της Δημοκρατίας που σπάνε τις κάμερες» είτε το άσυλο για τους κουκουλοφόρους που καταστρέφουν τα ΑΕΙ είτε γι’ αυτούς που αδαπάνως (για τους ίδιους) κάνουν χάπενινγκ στη Βουλή. Και δυστυχώς αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο είναι το κυρίαρχο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 19.1.2007