Αν υπήρχε στη χώρα μας ένα μονοπώλιο σαν αυτό της ΙΒΜ, οι φοιτητές δεν θα συζητούσαν στα ελληνικά ΑΕΙ πώς θα χτίσουν τον προσωπικό υπολογιστή, θα τα καταλάμβαναν ζητώντας την κρατικοποίηση της ΙΒΜ.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 είχε δημιουργηθεί ένα μονοπώλιο στην αγορά της πληροφορικής και ουδείς πίστευε ποτέ ότι η International Business Machine (ΙΒΜ) μπορούσε να απειληθεί. Η αμερικανική εταιρεία ήταν η μεγάλη «γαλάζια κυρία», η αδιαμφισβήτητη αρχόντισσα του χώρου που κάλυπτε όλες τις ανάγκες πληροφοριακών εργαλείων μιας (μεγάλης) ιδιωτικής επιχείρησης ή μιας δημόσιας υπηρεσίας: από τον mainframe υπολογιστή μέχρι τις διάτρητες κάρτες που τότε χρησιμοποιούνταν. Ηταν τόσο μεγάλη που γίνονταν συζητήσεις για εφαρμογή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας των ΗΠΑ, ώστε να σπάσει η εταιρεία σε μικρότερες που θα καλύπτουν επιμέρους ανάγκες στην αγορά της πληροφορικής. Δεν χρειάστηκε. Αυτό καθαυτό το μέγεθος της εταιρείας την έκανε γραφειοκρατική και δυσκίνητη. Δεν μπορούσε πλέον να δει πέρα από την αυταρέσκεια του πρώτου και σχεδόν μοναδικού στον χώρο.
Το πρώτο ρήγμα στο μονοπώλιο ήρθε από την Digital Equipment, μια εταιρεία spin-off του ΜΙΤ, που εκμεταλλεύτηκε πιο αποτελεσματικά τη νέα τεχνολογία των τρανζίστορ και πρότεινε στην αγορά τους μικρότερους και ταχύτερους υπολογιστές PDP (Programmable Data Processor). Η ΙΒΜ ακολούθησε, αλλά στις μεσαίες (για τα αμερικανικά δεδομένα) επιχειρήσεις υπήρξε πλέον ανταγωνισμός.
Το μεγάλο και τελειωτικό χτύπημα στο μονοπώλιο της ΙΒΜ ήρθε -όσο κι αν φαντάζει παράξενο- από την αντικουλτούρα που είχε αναπτυχθεί στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1960 και 1970. Τότε οι πληροφορικάριοι χίπις των αμερικανικών πανεπιστημίων έκαναν ατέλειωτες και παθιασμένες συζητήσεις για την «πληροφορία η οποία είναι δύναμη» και τα εργαλεία επεξεργασίας της πρέπει «να αποδοθούν στον λαό». Η τεχνολογία συρρίκνωνε τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα και ο προσωπικός υπολογιστής (PC) μπορούσε πλέον να κατασκευαστεί. Η ΙΒΜ, αλλά και η νεόκοπη Digital σκεφτόταν με γραμμικό τρόπο: «Ενα άτομο δεν έχει λόγο να κατέχει έναν υπολογιστή στο σπίτι του», δήλωσε το 1977 ο ιδρυτής και πρόεδρος της Digital, Ken Olsen.
Οι πρώτοι προσωπικοί υπολογιστές ήταν για χομπίστες, και αν κάποιος τους αγόραζε θα έπρεπε και να τους συναρμολογήσει. Ανάμεσα όμως στους χίπις που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο ήταν κάποιοι που είχαν εμπορικό μυαλό, όπως οι Μπιλ Γκέιτς και Πολ Αλεν (ιδρυτές της Microsoft), οι Στιβ Τζομπς και Στιβ Βόσνιακ (ιδρυτές της Apple) ή o Μιτς Κάπορ (ιδρυτής της Lotus). Το μονοπώλιο στην αγορά της πληροφορικής έσπασε από εκεί που δεν το περίμενε κανείς. Από τα γκαράζ κάποιων μακρυμάλληδων νεαρών που μπορούσαν να δουν και να ρισκάρουν εκεί που οι κατεστημένες μεγάλες επιχειρήσεις του χώρου δεν μπορούσαν ή δεν τολμούσαν. Δεν χρειάστηκε κάποια κρατική παρέμβαση, απλώς η ελευθερία και σε άλλους να επιχειρήσουν.
Το ίδιο έγινε αργότερα και στην αγορά του λογισμικού (software). Ενας από τους μικρούς της δεκαετίας του 1970, που ροκάνισε το μονοπώλιο της ΙΒΜ, έγινε μονοπώλιο στην αγορά των λειτουργικών συστημάτων (που είναι το πρόγραμμα-ψυχή για τη λειτουργία των υπολογιστών). Η Microsoft με τα Windows έφτασε στο τέλος του περασμένου αιώνα να κατέχει το 95% της αγοράς. Χαρακτηρίστηκε δε από την αδηφαγία της. Ο,τι νέο εμφανιζόταν στην αγορά πληροφορικής, το εξαγόραζε. Η γιγάντωσή της υπήρξε πάλι η αχίλλειος πτέρνα της. Αδιαφόρησε για την επανάσταση του Διαδικτύου και κυρίως έπεσε θύμα της ίδιας επανάστασης που της έδωσε την ευκαιρία να μπει στην αγορά της πληροφορικής. Πολλοί από τους χίπις της δεκαετίας του 1970 έγιναν επιχειρηματίες στον αναπτυσσόμενο χώρο της πληροφορικής. Οι περισσότεροι έμειναν στα πανεπιστήμια διατηρώντας την ιδεολογία ότι «η πληροφορία θέλει να είναι ελεύθερη». Ακόμη και επιχειρηματίες που έκαναν αμύθητες περιουσίες στην αγορά της πληροφορικής, όπως ο Μιτς Κάπορ της Lotus, διατήρησαν το παλιό πνεύμα. Αρχισε να αναπτύσσεται από τα κάτω το κίνημα της ανοιχτής πληροφορίας. Η πληροφορία παράγεται συνεργατικά (καθείς συνεισφέρει σύμφωνα με τις δυνατότητές του) και είναι διαθέσιμη σε όλους δωρεάν. Η ηλεκτρονική εγκυκλοπαιδεία Wikipedia, είναι ίσως η πιο προσβάσιμη σε όλους μορφή αυτού το κινήματος. Αλλά υπάρχουν κι άλλα.
Το 1991 ένας άσημος προγραμματιστής ονόματι Linus Torvalds φτιάχνει ένα λειτουργικό πρόγραμμα που ονομάζεται Linux. Διαφέρει από τα υπόλοιπα που κυκλοφορούν στην αγορά σε δύο πράγματα: 1) το Linux έχει «ανοιχτό κώδικα» (την καρδιά δηλαδή του προγράμματος) που σημαίνει οποιοσδήποτε προγραμματιστής μπορεί να το αλλάξει ή να το βελτιώσει 2) διανέμεται δωρεάν μέσω του Διαδικτύου. Η Microsoft, που κυριαρχεί στην αγορά λειτουργικών συστημάτων, κατ’ αρχήν μειδίασε. Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1990 άρχισε να ανησυχεί. Σήμερα είναι πανικοβλημένα οργισμένη. Ενώ όλα τα χρόνια είχε ως σημαία της την ελευθερία στην αγορά λογισμικού, τώρα ζητεί κρατική προστασία από τον… αθέμιτο ανταγωνισμό. Ο ανταγωνισμός όμως είναι υπαρκτός και πολύ θεμιτός. Η ίδια η τεχνολογία γκρεμίζει κάθε μονοπώλιο στην αγορά της πληροφορικής. Προς θλίψη και παρά τις γκρίνιες των μονοπωλητών…
Η «αριστερά της πράξης» και η «αριστερά της γκρίνιας»
Οι Στιβ Τζομπς, Στιβ Βόσνιακ ο Λίνους Τόρβαλντς και πολλοί άλλοι άλλαξαν τον κόσμο. Οι πρώτοι, άσχετα αν ήθελαν να κερδίσουν, έκαναν τον προσωπικό υπολογιστή ένα μαζικά παραγόμενο προϊόν, έκαναν την πληροφορική προσωπική υπόθεση του καθενός. Ο Τόρβαλντς κ.ά. του κινήματος του ανοιχτού κώδικα έφτιαξαν το συνεργατικό προϊόν που είναι δωρεάν για όλους. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η επανάσταση της πληροφορικής την οποία ζούμε είναι ιδεολογικό παιδί εκείνης της ιδιόρρυθμης, μη μαρξιστικής, αμερικανικής αριστεράς που άνθησε στην δεκαετία του ’60 και ’70. Κι εδώ φαίνεται η διαφορά της «αριστεράς της πράξης» με την εγχώρια «αριστερά της γκρίνιας».
Αν υπήρχε στη χώρα μας ένα μονοπώλιο σαν αυτό της ΙΒΜ, οι φοιτητές δεν θα συζητούσαν στα ελληνικά ΑΕΙ πώς θα χτίσουν τον προσωπικό υπολογιστή, θα τα καταλάμβαναν ζητώντας την κρατικοποίηση της ΙΒΜ. Στην Ελλάδα δεν θα δημιουργούν νέα γνώση που να δώσουν στις μάζες, θα απαιτούσαν από το κράτος να χρηματοδοτήσει ερευνητικά προγράμματα για την παραγωγή αυτής της γνώσης που κάποτε θα δοθεί στον λαό. Κι αυτό φαίνεται ξεκάθαρα πόσο φτωχό από άποψη περιεχομένου είναι το ελληνικό Διαδίκτυο, άσχετα αν χρηματοδοτείται αφειδώς από προγράμματα για την ψηφιοποίηση περιεχομένου.
Για παράδειγμα: ένα θαυμαστό προϊόν αυτού το κινήματος είναι ο δικτυακός τόπος gutenberg. org που μέχρι στιγμής έχει συγκεντρώσει άνω των 20.000 βιβλίων που έχουν λήξει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ή είναι προσφορά των συγγραφέων τους. Είναι μια μη-κρατική, μη-κερδοσκοπική προσπάθεια πανεπιστημιακών που μοιράζει πάνω από 3 εκατομμύρια βιβλία μηνιαίως (downloads). Τώρα δε επεκτείνεται και στη δωρεάν προσφορά μουσικής και ηχητικών βιβλίων (audio-books).
Στη σοσιαλμανή Ελλάδα ακόμη περιμένουμε να δούμε στο Διαδίκτυο τα πανεπιστημιακά εγχειρίδια. Εστω εκείνων των καθηγητών που διαρκώς σχίζουν τα ιμάτιά τους ότι ο καπιταλισμός δημιουργεί αποκλεισμούς και αν καταργηθεί η δωρεάν παροχή πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, οι φτωχοί αυτού του τόπου δεν θα έχουν στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση μοίρα.
Ιnfo
– Stephen Manes, Paul Andrews, « Gates Πώς ο μεγιστάνας της Microsoft επινόησε μια βιομηχανία», εκδ. Κλειδάριθμος
– Ουίλιαμ Σάιμον, Τζέφρι, Γιανγκ, «Icon Στιβ Τζομπς», εκδ. Ωκεανίδα.
– Φιλίπ Μπρετόν, «Η ιστορία της πληροφορικής», εκδόσεις Δίαυλος
– Πάσχος Μανδραβέλης: «Η Ιστορία της πληροφορικής», εκδόσεις Καστανιώτη
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 16.3.2008