Στο δεύτερο κομμάτι του πολυθεάματος αποτυπώθηκε πιστά η σύγχρονη Ελλάδα. Το πανηγύρι και το «σκυλάδικο». Καλώς, ως προς τις προθέσεις. Μόνο που έλειψε το «συν» του καλλιτέχνη. Αυτό που απομυζά τη χυδαιότητα και την κάνει τέχνη.
Κάποιοι είπαν πως «αυτοί οι Ολυμπιακοί είχαν το τέλος του τους άξιζαν». Κάποιοι ενοχλήθηκαν από το πολύ το νεοελληνικό πανηγύρι στο δεύτερο μέρος , σαν εκείνα που βλέπουμε στις μεγάλες πίστες της Αθήνας: «Εξαιρετικό!», έλεγε φίλος. «Θα το ανεβάσουν και στο Ρομέο;» Κάποιοι ενοχλήθηκαν και από το πρώτο μέρος χαρακτηρίζοντάς το «αγροτικοί αντίλαλοι» της παλιάς ΥΕΝΕΔ. Κάποιοι άλλοι έψαχναν να βρουν και τον αρχιεπίσκοπο κ. Χριστόδουλο στο σκηνικό. Διέδιδαν μάλιστα μέσω SMS ότι κρύβεται στη χορωδία. Το πολυθέαμα της τελετής λήξης προκάλεσε ποίκιλλες αντιδράσεις στο εγχώριο κοινό κι αυτό μπορεί να πιστωθεί ως μια επιτυχία.
Κακά τα ψέματα. Μπαχ, όσο κι αν την ήθελαν κάποιοι, δεν είχαμε να δείξουμε στην τελετή λήξης. Έχουμε όμως Τσιτσάνη και καλά κάναμε και τον προβάλαμε. Μπορεί να μην είναι ισάξιος σε επιρροή με τον Μότσαρτ, αλλά είναι ένα κεφάλαιο της παγκόσμιας κληρονομιάς που οφείλαμε να προβάλουμε.
Ας αφήσουμε τις μεμψιμοιρίες. Η Ελλάδα είναι αυτό που φάνηκε χθες στην τελετή λήξης, στο μεγαλύτερο πιθανώς πάρτι που οργανώθηκε ποτέ. Η εικαστική ματιά του κ. Δημήτρη Παπαϊωάννου και των συνεργατών τους προσέφερε ένα πρώτης τάξεως θέαμα. Κάποιοι να θεωρούν πως η «Μαντουβάλα» δεν είναι πρέπουσα για τα σαλόνια της Ολυμπιάδας. «Δεν θα την καταλάβουν οι ξένοι» δικαιολογήθηκαν. Ίσως να έχουν δίκιο, αλλά το θέμα δεν είναι να καταλάβουν. Κατ’ αρχήν πρέπει να μάθουν ότι υπάρχει και η ελληνική λαϊκή μουσική.
Είχε πολλά θετικά η χθεσινή τελετή λήξης. Κατ’ αρχήν το «χάος», το οποίο όπως είπε κάποιος, είναι ελληνική λέξη. Χθες με διάφορες πινελιές -όπως η χαοτικού, μη στρατιωτικού τύπου παρέλαση των αθλητών- ο κ. Παπαϊωάννου έδειξε ότι σ’ αυτό το πανηγύρι των εθνών όλοι μπορούμε να αναμειχθούμε. Να πάρουμε και να συνεισφέρουμε. Μπορούμε να χαρούμε χωρίς τα ελληνικού τύπου συμπλέγματα, ότι τάχαμου θα μας παρεξηγήσουν. Δεν πρέπει να ντραπούμε για το «Ντάτσουν» με τα καρπούζια, μια εικόνα της καθημερινής ελληνικής ζωής, αλλά φυσικά δεν πρέπει να παραμείνουμε σ’ αυτό. Η τέχνη πάντα προβάλλει ότι βρίσκεται στον κοινωνικό περίγυρο. Τι θα ήταν ο Τολούζ Λοτρέκ χωρίς της γυναίκες ελευθερίων ηθών που σύχναζαν στην Μοναμάρτη;
Έχουμε μια υπέροχη πολιτιστική κληρονομιά. Πρέπει να περηφανευόμαστε γι’ αυτή. Μέχρι και για τα κοριτσόπουλα που χορεύουν πάνω στα τραπέζια, μια εικόνα που θαυμάσια έδειξε χθες η ομάδα που σκηνοθέτησε το πολυθέαμα. Το ζήτημα είναι πως εντάσσεις την διαρκώς παραγόμενη παράδοση σε νέα εκφραστικά σχήματα, πως μετουσιώνεις την λαϊκή πρακτική σε καινοφανείς γραφές. Πως θα τολμήσουμε να κοιτάξουμε το «σκυλάδικο» και να το μεταλλάξουμε σε πίνακα, σε ποίημα, σε σκηνικό.
Κάνουν λάθος όσοι εστιάζουν την κριτική τους στη θεματολογία που επέλεξε η καλλιτεχνική ομάδα για την τελετή λήξης. Νησιώτικα και ποντιακά θα έδειχνε, μπουζούκια και λύρες. Δεν θα μπορούσε -θα ήταν λάθος-να δείξει ταγκό.
Υπάρχει όμως μια κριτική που μπορεί να έχει νόημα. Αφορά κατ’ αρχήν την τρυφερότητα με την οποία αγκάλιασε την νεοελληνική κοινωνία ο κ. Παπαϊωάννου και κατά δεύτερο (ίσως και πιο σημαντικό) πόσο μπόρεσε δια της τέχνης να την υπερβεί. Στο πρώτο επέτυχε. Κοίταξε την νεοελληνική κοινωνία κι άρπαξε πράγματα για να δείξει. Τι να κάνουμε; Η κ. Aννα Βίσση είναι κομμάτι της νεοελληνικής πραγματικότητας. Τρυφερά την αγκάλιασε ο σκηνοθέτης -πιθανώς πιο τρυφερά και από τον πανταχού παρόντα πλέον κ. Διονύση Σαββόπουλο. Το ερώτημα είναι πόσο μπόρεσε να την υπερβεί.
Δυστυχώς δεν τα κατάφερε. Στο δεύτερο κομμάτι του πολυθεάματος αποτυπώθηκε πιστά η σύγχρονη Ελλάδα. Το πανηγύρι και το «σκυλάδικο». Καλώς, ως προς τις προθέσεις. Μόνο που έλειψε το «συν» του καλλιτέχνη. Αυτό που απομυζά τη χυδαιότητα και την κάνει τέχνη. Η Ελλάδα μπορεί να έχει το «σκυλάδικο» και τον κ. Γιώργο Νταλάρα στην καθημερινή της πρακτική, ένας καλλιτέχνης οφείλει όμως να τους έχει μόνο ως αφορμή. Ποτέ ως τελικό προϊόν. Δυστυχώς στο δεύτερο μέρος η Ελλάδα μεταφέρθηκε αυτούσια από το πακλοσένικο του «Ρομέο» στη γιγάντια πίστα του ΟΑΚΚΑ…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 30.8.2004