Ο «κνιτισμός» (ως ασθένεια συνολικά) απαντάται σε όσους θήτευσαν στα μεγάλα σχολειά της Αριστεράς, αλλά όχι μόνο. Οσμώθηκε και διαπερνά ολόκληρο το πολιτικό φάσμα.
Να ‘ταν άραγε η ανόητη αθωότητα μιας παρατεταμένης μεταπολίτευσης; Η θολούρα της επανάστασης γενικώς, χωρίς σχέδιο και σκοπό; Το γεγονός ότι οι διωκτικές αρχές είχαν σωρεύσει πολλά κρίματα και κάθε ενέργειά τους έδειχνε εξ ορισμού ύποπτη; Να ‘ταν ένα ιδιότυπος ανταγωνισμός αριστεροσύνης που οδηγούσε σε κραυγές και σε λυγμούς; Το γεγονός είναι πάντως είναι πως αν ο κ. Αλέξανδρος Γιωτόπουλος είχε συλληφθεί πριν μερικά χρόνια πολλοί θα έσχιζαν τα ιμάτιά τους για την «συκοφάντηση του αντιδικτατορικού αγώνα», για τις «διώξεις αγωνιστών κατά της χούντας», για, για, για…
Η αλήθεια είναι πως οι διωκτικές αρχές έβρισκαν ένα τείχος αντιδράσεων κάθε φορά που εκαλούντο να πράξουν το έργο τους. Όχι από την Πολιτεία, αλλά από ένα ιδιότυπο συνασπισμό πολιτικών, διανοούμενων, δημοσιογράφων και «λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων». Οποτεδήποτε κάποιος «συνήθης ύποπτος εταλαιπωρείτο από τις αρχές» κάποιος φίλος γνωμηγήτορας υπήρχε για να κινητοποιηθεί ο κατά Ι. Κ. Πρετεντέρη «θίασος υπεράσπισης». Μέχρι και στην περίπτωση του κ. Βασίλη Τζωρτζάτου, βρέθηκε φίλος δημοσιογράφος να γράψει «Ε, όχι και τον Βασιλάκη», ένα Βασίλη βέβαια που μετά ομολόγησε ότι ήταν ο στυγερός εκτελεστής των Μομφεράτου, Αγγελόπουλου Μπακογιάννη και πολλών άλλων.
Η παραπάνω τακτική που απαντήθηκε σε όλες τις υποθέσεις ανθρώπων που κατηγορήθηκαν για τρομοκρατία (ακόμη και στις πλέον εξόφθαλμες, π.χ. έκρηξη βόμβας και τραυματισμός του κ. Κυριάκου Μαζοκόπου) είναι μία μόνο έκφανση της ασθένειας που πλήττει την ελληνική γνωμηγεσία και η οποία μπορεί να ονομαστεί «κνιτισμός». Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της ασθένειας είναι:
Δαλτονισμός στις βαθμίδες του γκρίζου: Για τους ανθρώπους που πάσχουν απ’ αυτή την ασθένεια όλη η πραγματικότητα είναι άσπρο-μαύρο. Όλες οι πράξεις των διωκτικών αρχών είναι εξ ορισμού ύποπτες, όλοι όσοι ιερουργούν σε γλώσσα αντιμπεριαλιστική είναι εξ ορισμού αθώοι.
Συνομωσιολογία: τίποτε δεν είναι αθώο. Όλα είναι κομμάτια ενός μεγαλύτερου καμβά που στόχο έχει την «υπόταξη των λαών», την «κατακρεούργηση της Δημοκρατίας», την «υπονόμευση της Αριστεράς» κ.λ.π. Έτσι κάθε προσαγωγή υπόπτων ήταν μέρος αυτών των σχεδίων.
Η ελαστικότητα απέναντι στο έγκλημα σε σχέση με τους διακηρυγμένους σκοπούς του εγκληματία: Αν ο εγκληματίας δηλώσει πως έχει «καλό σκοπό» (βλέπε: Αριστερό, αντιμπεριαλιστικό), αποκτά αυτόματα ένα μεγάλο ελαφρυντικό. Αυτό ίσχυσε στην περίπτωση των «συνήθων υπόπτων», στον Μιλόσεβιτς, τον Κάστρο, τον Χουσεϊν, τον Οτσαλάν, μέχρι και στον αρχιτρομοκράτη Μπιν Λάντεν. Αντίθετα, αν υπάρχουν υποψίες ότι οι σκοποί είναι … «Δεξιοί», τότε είναι «δολοφόνος», «γουρούνι», «χαφιές», «πράκτορας» και άλλα κοσμητικά.
Ο «κνιτισμός» (ως ασθένεια συνολικά) απαντάται σε όσους θήτευσαν στα μεγάλα σχολειά της Αριστεράς, αλλά όχι μόνο. Οσμώθηκε και διαπερνά ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Απαντάται ακόμη και σε εκείνους που αντιμάχονται εκφάνσεις αυτής της ασθένειας. Επειδή μάλιστα πλήττει τον εγκέφαλο -την γνωμηγεσία της χώρας μας- ολόκληρη η κοινωνία αντιδρά σπασμωδικά. Το είδαμε σε πλείστες όσες περιπτώσεις αθώωσης διάφορων εγκλημάτων και εγκληματιών. Το ζήτημα είναι ότι τώρα που γυρίζει ο τροχός να μη βρεθούμε στο απέναντι άκρο. Στην ενοχοποίηση δηλαδή διάφορων χώρων και πρακτικών — μην μαζί με τα βρωμόνερα πετάξουμε και το μωρό. Το είπαμε εξάλλου: ο «κνιτισμός» ενυπάρχει εν σπέρματι σε όλους τους χώρους, ακόμη και σε εκείνους που πολεμούν τα συμπτώματά του…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 21.2.2002