Εργαζόμενοι κι εργοδότες (ακόμη κι αν αυτοί είναι διοικητές των ΔΕΚΟ) είναι μεγάλα παιδιά και μπορούν να τα βρουν μόνοι τους χωρίς την παρέμβαση του κράτους πατερούλη.
Μη φοβάσαι να κάνεις ένα μεγάλο βήμα όταν χρειάζεται. Δεν μπορείς να διασχίσεις ένα χάσμα με δύο μικρά βηματάκια.
Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ (Βρετανός πολιτικός 1863 – 1945)
Η μεταρρύθμιση για τις συλλογικές συμβάσεις των εργαζομένων στις Δημόσιες Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας (ΔΕΚΟ), που προβλέπει η τρίτη παράγραφος του άρθρου 14 του νομοσχεδίου που κατατέθηκε, δεν είναι πρωτοφανής. Κάτι αντίστοιχο είχε κάνει άπαξ το ΠΑΣΟΚ για την «Ολυμπιακή» το 1998. Ήταν στο πλαίσιο του «κοσκινίσματος» πριν από το «ζύμωμα» ή του «κοσκινίσματος» ως άλλοθι για να μην υπάρξει «ζύμωμα»; Αφορούσε, δηλαδή, μια τακτική για να γίνει ελκυστική προς πώληση η «Ολυμπιακή» ή ήταν ένα προσωρινό μπάλωμα ώστε να μην υπάρξει η πώληση; Το μόνο που ξέρουμε είναι πως η «Ολυμπιακή», παρά τη ρύθμιση του 1998, μας έμεινε αμανάτι να την πληρώνουμε.
Η παρέμβαση του κράτους στις συλλογικές διαπραγματεύσεις εργαζομένων- εργοδοτών είναι διπλά αντιφιλελεύθερη, ακόμη κι αν έχει φιλελεύθερες προθέσεις, δηλαδή την ιδιωτικοποίηση αυτών των ΔΕΚΟ.
Καταρχήν θέλουμε να πιστεύουμε ότι εργαζόμενοι κι εργοδότες (ακόμη κι αν αυτοί είναι διοικητές των ΔΕΚΟ) είναι μεγάλα παιδιά και μπορούν να τα βρουν μόνοι τους χωρίς την παρέμβαση του κράτους πατερούλη.
Αν δεν μπορούν να τα βρουν, υπάρχει μια απλή λύση που κάνουν οι μέτοχοι κάθε εταιρείας σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Πουλάνε. Λένε: «Παιδιά, εγώ δεν μπορώ να είμαι μέτοχος στον ΟΣΕ, που το 2003 είχε έσοδα 165 εκατ. ευρώ και μισθοδοσία 294 εκατ. ευρώ (!) Πουλάω, όπως πολλοί επιχειρηματίες πωλούν ζημιογόνες επιχειρήσεις και αφού δεν μπορώ να έχω κέρδος, τουλάχιστον ας ελαχιστοποιήσω την ζημιά».
Θα σωθεί άραγε, ο ΟΣΕ με τη ρύθμιση περί επέμβασης του κράτους στη συλλογική διαπραγμάτευση; Φυσικά όχι. Στην χειρότερη των περιπτώσεων να υπάρξουν μηδενικές αυξήσεις και η μισθοδοσία να παραμείνει στα 294 εκατ. ευρώ. Με δεδομένο ότι τα έσοδα δεν θα κάνουν άλματα της τάξης του 200% το χρόνο και ότι όλα τα άλλα έξοδα θα αυξάνονται ο ΟΣΕ θα παραμείνει μια προβληματική επιχείρηση και η κάθε κυβέρνηση θα είναι κάθε χρόνο στα μαχαίρια με τους εργαζόμενους. Όπως ακριβώς έγινε με την «Ο.Α.»
Αλλά ακόμη κι αν αυτό το περιοριστικό μέτρο λειτουργήσει τον πρώτο χρόνο, αποκλείεται να λειτουργήσει προεκλογικά. Όποιες κι αν είναι οι προθέσεις της κυβέρνησης, η σπέκουλα της προεκλογικής περιόδου θα ακυρώσει το μέτρο. Οπότε, φτου και πάλι από την αρχή.
Υπάρχει βέβαια, κι ένας κίνδυνος, να …επιτύχει βραχυχρόνια το μέτρο, υπονομεύοντας το μακροχρόνιο στόχο. Αν υποθέταμε ότι -λέμε τώρα, για χάρη της συζήτησης!- ότι όσα λείπουν από τον ΟΣΕ μπορούσε να τα ισοφαρίσει με τις κρατικά επιβαλλόμενες συλλογικές συμβάσεις. Αφού λοιπόν δεν παρουσίαζε ζημιές τότε θα ξεσηκώνονταν άπαντες κατά της πώλησης. Εδώ κόντεψε να δημιουργηθεί κύμα συμπαράστασης για την καταχρεωμένη «Ολυμπιακή» (για την οποία χαρατσωθήκαμε ουκ ολίγες φορές) και δεν υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθεί πολιτική δυναμική υπέρ της πώλησης μιας ισοσκελισμένης επιχείρησης;
Κάποιοι μπορεί να αναρωτηθούν: Και ποιο είναι το πρόβλημα να υπάρχουν κρατικές επιχειρήσεις που θα είναι οικονομικά ίσα βάρκα ίσα νερά; Το πρόβλημα αυτού του τύπου των επιχειρήσεων ότι θα είναι λογιστικά μόνον έτσι. Δεν θα αποτυπώνουν τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς αφού εκ προοιμίου θα έχουν καταναγκαστική ρύθμιση του κόστους ενός συντελεστή παραγωγής και αφετέρου δεν θα έχουν κανένα κίνητρο να εκσυγχρονιστούν. Αν το κόστος εργασίας θα ρυθμίζεται διά νόμου, ποιος ο λόγος π.χ. να αγοράσει μηχανήματα που θα μειώνει αυτό το κόστος;
Το πρόβλημα είναι στη συμμετοχή του κράτους σ’ αυτές τις επιχειρήσεις και όχι (μόνον) το εργασιακό κόστος (το οποίο, σημειωτέον, με πολιτικές αποφάσεις ανέβηκε και τώρα με πολιτικές πάλι αποφάσεις πάει να ελεγχθεί). Δεν υπάρχει τρόπος να δουλέψει μακροχρόνια αυτή η ρύθμιση. Εκλογές θα έχουμε το αργότερο το 2008 και θα το δούμε.
Μια λύση μόνο υπάρχει. Να φύγουν αυτές οι εταιρίες από το Δημόσιο. Έστω και με προσωρινή ζημιά. Όσο μένουν κρατικές θα τις πληρώνουμε. Με ή χωρίς το άρθρο 14.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 11.12.2005