Γενικώς οι δημοσιογράφοι γράφουν περισσότερο απ’ όσο διαβάζουν και ακούν λιγότερο απ’ όσο μιλάνε.
Κατ’ αρχήν το βιβλίο του Πέτρου Τατούλη ««Αριστερά, blog, δεξιά» απαντά σε ένα αβαθές, αλλά επίμονο ερώτημα που ταλανίζει δύο χρόνια τώρα τον δημοσιογραφικό κόσμο. Και το ερώτημα είναι αυτό που τέθηκε και το πρωί στην εκπομπή του «Mega Σαββατοκύριακο»: «Γιατί ο Τατούλης δεν τα έλεγε αυτά πριν;» Όλοι εννοούν πριν πάψει να είναι υπουργός και υπονοούν «ότι τα λέει τώρα αυτά διότι έπαψε να είναι υπουργός».
Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα «γιατί δεν τα έλεγες αυτά πριν;» είναι απλή: «γιατί δεν τα διαβάζατε». Γιατί γενικώς οι δημοσιογράφοι γράφουν περισσότερο απ’ όσο διαβάζουν και ακούν λιγότερο απ’ όσο μιλάνε. Και γι’ αυτό τον λόγο στον δημόσιο διάλογο ανακυκλώνονται καφενειακά στερεότυπα: «όλοι οι πολιτικοί είναι το ίδιο», «κανένας δεν μιλάει όταν έχει ή είναι έτοιμος να πάρει την εξουσία», και το καινούργιο στερεότυπο είναι ότι «οι βουλευτές και τα στελέχη ενός κόμματος δεν πρέπει να μιλάνε διότι κάνουν κακό στην παράταξη».
Ας κάνουμε ένα κουίζ λοιπόν.
Ποιον πολιτικό υπονοεί ο κ. Τατούλης όταν έλεγε: «Ο σύγχρονος πολιτικός οφείλει να βρίσκεται μακράν της μαυρογιαλούρικης παροχολογίας;»
Ποιον πολιτικό υπονοεί λέγοντας: «Ο σύγχρονος πολιτικός οφείλει να αποφεύγει τον κίβδηλο εντυπωσιασμό, τα επικοινωνιακά τεχνάσματα και τις μεγαλόστομες εξαγγελίες.»
Ποιον πολιτικό εννοεί όταν γράφει «Ο σύγχρονος πολιτικός είναι εκείνος που επιλέγει να ασχοληθεί με τον δημόσιο βίο της χώρας γιατί νιώθει ότι έχει να προσφέρει και όχι να καρπωθεί από την είσοδό του στα ιερά του ελληνικού κοινοβουλίου»;
Αν το μυαλό σας πήγε σε πρόσωπα που απασχολούν σήμερα την επικαιρότητα κάνετε λάθος. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή» τον Σεπτέμβριο του 2003.
Ας κάνουμε, λοιπόν, εδώ ένα νοητικό πείραμα. Ας υποθέσουμε ότι αυτό το ίδιο κείμενο ξαναδημοσιευόταν κατά λάθος σε μια εφημερίδα το 2006. Αυτές οι ίδιες κουβέντες θα γινόταν μέγιστο πολιτικό θέμα και θα συζητιόταν επί μέρες στα τηλεοπτικά παράθυρα. Μπορώ να φανταστώ το ρεπορτάζ: «Νέες αιχμές άφησε ο βουλευτής Αρκαδίας κ. Πέτρος Τατούλης κατά της ηγεσίας του κόμματος του κατηγορώντας τον κ. Καραμανλή για «μαυρογιαλούρικη νοοτροπία και μεγαλόστομες εξαγγελίες”. Από τα βέλη του “αντάρτη βουλευτή” δεν ξέφυγε ούτε ο υπουργός Επικρατείας κ. Ρουσσόπουλος τον οποίο κατηγορεί για “κίβδηλους εντυπωσιασμούς και επικοινωνιακά τεχνάσματα”, ενώ βολές έριξε και στον κ. Βουλγαράκη ότι δεν θέλησε να προσφέρει αλλά να “καρπωθεί υλικά οφέλη από την είσοδό του στη Βουλή”. Κύκλοι του κυβερνώντος κόμματος έλεγαν ότι ο κ. Τατούλης παρατράβηξε το σχοινί, ενώ υπήρξε πολύωρη σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου κ.τ.λ., κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Αντιθέτως το άρθρο του 2003 όχι μόνο δεν συζητήθηκε, αλλά φοβάμαι ότι στον χώρο μας ούτε καν διαβάστηκε.
Δυστυχώς το πολιτικό ρεπορτάζ των ελληνικών Μέσων Ενημέρωσης ζει για τις αιχμές. Τρέφεται από τις αιχμές. Ταϊζει τον ελληνικό λαό αιχμές. Φτιάχνει πολιτικά ανώγεια κι κατώγια με αιχμές. Σπανίως στέκεται στην πολιτική, αλλά μονίμως περιγράφει το σκηνικό της πολιτικής. Ποιος έφαγε με ποιον, ποιος κοίταξε στραβά ποιον, ποιος σε κάποιο πηγαδάκι είπε κάτι για κάποιον. Για την ακρίβεια παίζουν αυτό το παιγνιδάκι προκειμένου να περάσουν «μηνύματα», όχι φυσικά για την πολιτική, αλλά για τους μικροκομματικούς ή εσωκομματικούς ανταγωνισμούς των.
Δια αυτού του τρόπου όμως και σε αγαστή συνεργασία πολιτικών και δημοσιογράφων διαγράφεται η πολιτική από τον δημόσιο διάλογο. Οι πολίτες γίνονται κυνικοί «όλοι το ίδιο είναι» και οι δημοσιογράφοι ανακαλύπτουν την απουσία της πολιτικής από την πολιτική. Είμαστε εμείς οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι που δεν δίνουμε σημασία στα πολιτικά κείμενα που διαπιστώνουμε την απουσία της πολιτικής. Είμαστε εμείς οι δημοσιογράφοι που θα παίξουμε σε δελτίο ειδήσεων την Βουλή μόνο αν υψώσει τους τόνους κάποιος -συνήθως καβγάς γίνεται μόνο για διαδικαστικά θέματα- και ποτέ μια πρόταση ενός βουλευτή για κάποιο θέμα.
Αυτό βέβαια δεν αθωώνει τους πολιτικούς. Πολλοί έχουν βολευτεί με την μη-παραγωγή πολιτικής, ειδικά όταν δεν μπορούν να παράγουν πολιτική. Πολλοί πολιτικοί διαχειρίζονται αυτή την παθογένεια με μαεστρία και ο κ. Ρουσσόπουλος την είχε αναγάγει σε επιστήμη. Ο επικοινωνισμός της κυβέρνησης βρήκε εύφορο έδαφος να αναπτυχθεί. Τα επικοινωνιακά τεχνάσματα ήταν αποδοτικά διότι χρησιμοποίησαν μια υπαρκτή παθογένεια του χώρου μας. Μόνο που ο επικοινωνισμός έχει κοντά ποδάρια. Η πολιτική, άσχετα αν δεν προβάλλεται υπάρχει. Τα προβλήματα, οι πολυπλοκότητες της κοινωνίας εκδικούνται.
Θα σας αναφέρω ένα μικρό παράδειγμα. Όλοι θυμόμαστε την δραματική σε τόνους Κεντρική Επιτροπή στις 26 Σεπτεμβρίου του 2008. Μπορούσε να ονομαστεί η «Κεντρική Επιτροπή Τατούλη». Με την Ελλάδα να μπαίνει σε οικονομική κρίση, το κυβερνών κόμμα και ο πρωθυπουργός ασχολήθηκε μία ολόκληρη μέρα για να σιωπήσει ο Τατούλης. Θυμάμαι τον πρωθυπουργό να χτυπιέται στο έδρανο εξορκίζοντας την εσωστρέφεια τους κομισάριους να χειροκροτούν όρθιοι όταν έλεγε (κατ’ ουσία στον κ. Τατούλη) «η πίστη σε αρχές και αξίες, δεν επιτρέπουν σε κανέναν να χρησιμοποιεί ανοίκειες εκφράσεις, για οποιοδήποτε στέλεχος του κόμματός μας, για οποιονδήποτε πολίτη».
Αυτή η Κ.Ε. ήταν ένα επικοινωνικό μπουμ. Τέλεια σκηνοθετημένο. Δραματικοί τόνοι, τα στελέχη να χειροκροτούν όρθια, σχολιαστές στην τηλεόραση να μιλάνε για «την επιστροφή του Καραμανλή», αναλύσεις για το τι σημαίνει αυτό, προβλέψεις για τα γκάλοπ. Ήταν ένα χάπενινγκ εξαιρετικά καλά στημένο για την τηλεόραση που δημιούργησε πολλές προσδοκίες. Ήταν ένα χάπενινγκ όμως που κράτησε δύο μέρες.
Παρασκευή έγινε η Κ.Ε. Σάββατο δημοσιεύτηκε η συνέντευξη του κ. Γαιννόπουλου. Νέα αναταραχή στη Ν.Δ. Δευτέρα βγήκε ο κ. Δαηλάκης και είπε ότι είπε. Νέα αναταραχή στη Ν.Δ. Διαγραφή και επιστροφή του κ. Δαηλάκη. Μετά ξαναβγήκε ο κ. Γιαννόπουλος. Νέα αναταραχή στη Ν.Δ. Μετά ο κ. Μανώλης. Νέο πήγαινε έλα μεταξύ Μαξίμου και Ρηγίλλης και πολύωρες συσκέψεις για το «θέμα Μανώλη».
Δεν θα σταθώ στο ερώτημα, ότι ο πρωθυπουργός και τα στελέχη του αντί να ασχολούνται με την οικονομική κρίση κάνουν τρίωρες συσκέψεις για την τύχη του κ. Μανώλη. Θα σταθώ μόνο σ’ αυτό: ένα τέλειο επικοινωνιακό χάπενινγκ έβαλε 151 νάρκες στο δρόμο της κυβέρνησης. Τώρα οποιαδήποτε κουβέντα, οποιουδήποτε βουλευτή μπορεί να θεωρηθεί από τα Μέσα «πρόκληση» ή «αιχμή» και αναγκαστικά ο πρωθυπουργός είναι αναγκασμένος να παρέμβει.
Η δραματοποίηση εκείνης της Κ.Ε. μπορεί να επέτυχε τον επικοινωνιακό της στόχο, έβαλε υποθήκες όμως νέων προβλημάτων στο δρόμο της κυβέρνησης. Αν όμως έλεγε τότε ο κ. Καραμανλής ότι το σύνταγμα προβλέπει «απεριόριστο δικαίωμα ψήφου και λόγου στους βουλευτές», πολλοί θα έλεγαν πολλά -άλλες φορές χρήσιμα, άλλες φορές ανοησίες- αλλά συνολικά και η πολιτική και η Νέα Δημοκρατία θα έβγαιναν κερδισμένες. Δεν θα ταλανιζόταν διαρκώς από την μία κουβέντα παραπάνω, η κυβέρνηση θα ασχολιόταν με το να αντιμετωπίσει επιτυχώς την οικονομική κρίση, και μακροχρόνια θα κέρδιζε και περισσότερες ψήφους. Από την στιγμή που ο πρωθυπουργός έκανε προσωπικό του στοίχημα να μην μιλάει κανείς, ότι κι αν πει ο κ. Μανώλης, ή οποιοσδήποτε άλλος βουλευτής, είναι πολιτικό ζήτημα. Η επικοινωνία από μόνη της γίνεται μπούμερανγκ.
Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να επιστρέψουμε στην πολιτική. Στα προβλήματα του τόπου και στις προτάσεις για την επίλυσή τους. Αυτή δυτυχώς ελάχιστα περνά από τα ΜΜΕ. Γι’ αυτό οφείλουμε να πάμε στις πηγές. Να διαβάσουμε τους πολιτικούς και να τους κρίνουμε, όχι με τα «κρυφά νοήματα των αιχμών», αλλά των προτάσεων. Μια καλή αρχή θα ήταν το βιβλίο του Πέτρου Τατούλη «Αριστερά, blog, δεξιά». Διότι, όπως λέει και ο υπότιτλος «η ελπίδα είμαστε εμείς οι ίδιοι».
Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του Πέτρου Τατούλη «Αριστερά, blog, δεξιά. Η ελπίδα είμαστε εμείς οι ίδιοι». Τρίπολη 14.2.2009