Οι διαδηλώσεις έχουν γίνει ένας άσκοπος βραχνάς για την πρωτεύουσα. Αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουν πρώτοι οι συνδικαλιστές, αν πραγματικά θέλουν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Το πρόβλημα των διαδηλώσεων που ταλανίζει την Αθήνα εννιακόσιες φορές στο δεκαοκτάμηνο, είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα των αγκυλώσεων που άφησε η μεταπολίτευση στη χώρα. Οπως έγινε με τις αφισοκολλήσεις και τα γκράφιτι, οι διαδηλώσεις είναι μια μορφή έκφρασης που απαγορεύτηκε από τη δικτατορία και ασκείται καθ’ υπερβολήν στα χρόνια της Δημοκρατίας. Ετσι κάθε σωματείο που έχει ένα δίκαιο ή συντεχνιακό αίτημα, θεωρεί πρέπον να κλείνει το κέντρο της Αθήνας για να επικοινωνήσει στον ελληνικό λαό την «οργή» των μελών του. Οι διαδηλώσεις όμως με τον καιρό απέκτησαν τα χαρακτηριστικά της «σκληρής παράδοσης». Εγιναν ταμπού -εν μέρει ορθώς γιατί το δικαίωμα του συναθροίζεσθαι είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο και δεν μπαίνει σε παζάρια- αλλά όπως συμβαίνει με κάθε παράδοση ουδείς θέλει να συζητήσει πώς πρέπει να πορεύονται οι διαμαρτυρόμενοι, το κόστος κάθε διαδήλωσης και κάτι περισσότερο: την αποτελεσματικότητά της διαμαρτυρίας.
Οι παθογένειες είναι πολλές. Από την πλευρά της συνδικαλιστικής πρακτικής μια διαδήλωση πλέον όχι μόνο δεν προσθέτει στον σκοπό για τον οποίο γίνεται, αλλά αντιθέτως αφαιρεί. Οι διαδηλωτές δεν ελκύουν πλέον τη συμπάθεια των συμπολιτών τους, αλλά επισύρουν την οργή τους. Ομως, ο παραδοσιακός τρόπος του συνδικαλίζεσθαι επιμένει να χρησιμοποιεί την αποτυχημένη πρακτική σε βάρος ακόμη και αυτών καθ’ αυτών των αιτημάτων που έχουν οι εργαζόμενοι. Ακολουθώντας, μάλιστα την πεπατημένη της μεταπολίτευσης οι διαδηλωτές εμφανίζονται στους δρόμους «αραία, αραία, να φαινόμαστε καμιά σαρανταρέα». Θεωρούν ότι με οφθαλμαπάτες περί του όγκου της διαδήλωσης επιτυγχάνουν τον σκοπό τους, λες και οι συμπολίτες τους (στους οποίους απευθύνονται για να έχουν τη στήριξή τους), είναι τυφλοί και δεν βλέπουν το μέγεθος του… «τρεις κι ο κούκος».
Παραδοσιακή όμως είναι και η αντιμετώπιση των διαδηλωτών από τα εντεταλμένα όργανα του κράτους, δηλαδή από την Αστυνομία. Οπως συμβαίνει με κάθε γραφειοκρατία, η ΕΛ.ΑΣ. δεν επιδιώκει να μεγιστοποιήσει την αποτελεσματικότητα του έργου της, αποζητεί να απεκδυθεί των ευθυνών της. Ενώ, για παράδειγμα, θα μπορούσε να κλείνει και να ανοίγει τους δρόμους άμεσα με το πέρασμα των διαδηλωτών (κάτι που απαιτεί ένα βαθμό ευελιξίας) βολεύεται κλείνοντας ολόκληρο το κέντρο μία ώρα πριν και μία ώρα μετά τη διαδήλωση. Αυτό ελαχιστοποιεί μεν το ρίσκο να πάει κάτι στραβά (αν π.χ. ξεφύγει ένα αυτοκίνητο οι διαδηλωτές θα καταγγείλουν την αστυνομία για ολιγωρία μέχρι σαμποτάζ), αλλά ταυτόχρονα διογκώνει το κοινωνικό και οικονομικό κόστος της διαδήλωσης.
Οι συνωμοσιολόγοι της προόδου υποπτεύονται ότι αυτή η στάση των αρχών εντάσσεται σε κάποιο δαιμονικό σχέδιο αμαύρωσης των διαδηλώσεων. Ανοησίες! Οσοι επιχειρηματολογούν σε αυτήν τη βάση είτε υπερτιμούν την ΕΛ.ΑΣ. είτε δεν κατανοούν πώς δουλεύει το Δημόσιο. Ετσι λειτουργεί όλος ο δημόσιος τομέας: μεταφέρει πάντα τις δικές του ευθύνες στο κοινωνικό σύνολο. Γι’ αυτόν τον λόγο απαιτεί από τους πολίτες τόση χαρτούρα πριν διεκπεραιώσει τις απλούστερες λειτουργίες. Κάθε γραφειοκρατία, προκειμένου να αποφύγει τις δικές της ευθύνες, φορτώνει τους «υπηκόους» της με αχρείαστες διαδικασίες. Το ίδιο ακριβώς πράττει και η Αστυνομία. Ο στόχος να ελαχιστοποιηθεί το κόστος από μια διαδήλωση, περνάει σε δεύτερη μοίρα προκειμένου να εξυπηρετηθεί η ανάγκη αποφυγής ευθυνών.
Εχει δύο προβλήματα η πρωτοβουλία του κ. Πολύδωρα για «διαδηλώσεις με σεβασμό στους πολίτες». Κατ’ αρχάς εκδηλώθηκε προ των δημοτικών εκλογών, κάτι που γεννά υποψίες στους έτσι κι αλλιώς φιλύποπτους της Προόδου (ας μην ξεχνάμε ότι πρώτος επενέφερε το θέμα, έστω ασαφώς και ρητορικά, ο κ. Νικήτας Κακλαμάνης) και κυρίως τώρα που έχουν ανοίξει αρκετά κοινωνικά μέτωπα για την κυβέρνηση.
Από την άλλη η έκκληση του κ. Πολύδωρα για μια ανοιχτή και καλόπιστη συζήτηση γίνεται σε μια περίοδο που το υπουργείο Δημόσιας Τάξης έχει χάσει την έξωθεν (και προς τα αριστερά) καλή μαρτυρία. Η σφοδρότητα των ανακοινώσεων των ΚΚΕ και «Συνασπισμού» μαρτυρά ότι οι ατυχείς δηλώσεις περί «πραιτωριανών» και κυρίως τα θέματα των υποκλοπών και απαγωγών άνοιξαν ένα περίεργο ρήγμα στις σχέσεις της Αριστεράς με την κυβέρνηση. Αυτό το ρήγμα δεν φαίνεται να κλείνει παρά τις προσπάθειες του πρωθυπουργού με τις επισκέψεις σε χώρους εξορίας. Οι υποθέσεις των υποκλοπών και των Πακιστανών άγγιξαν βαθύτερα αριστερά σύνδρομα που έχουν να κάνουν και με τον αντι-ιμπεριαλισμό της, αλλά και με τη λειτουργία παρακρατικών μηχανισμών ασφαλείας.
Πέρα, όμως, από τα προβλήματα και τις προθέσεις του κ. Πολύδωρα οι διαδηλώσεις έχουν γίνει ένας άσκοπος βραχνάς για την πρωτεύουσα. Αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουν πρώτοι οι συνδικαλιστές, αν πραγματικά θέλουν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 20.8.2006