Ο νόμος για τις μετεγγραφές που κατέθεσε η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας δεν είναι άδικος. Δεν είναι καν δίκαιος. Είναι εκτός θέματος.
Όσοι είδαν χθες τον υφυπουργό Παιδείας κ. Σπυριδωνα Ταλιαδούρο στα παράθυρα του «Mega» λυπήθηκαν. Όχι τόσο τον ίδιο, αλλά για το πλαίσιο της συζήτησης του «καυτού» -όπως χαρακτηρίζεται- θέμα των μετεγγραφών. Εκλήθη λοιπόν κοτζάμ υφυπουργός Παιδείας να απαντήσει σε ερωτήσεις τύπου MENSA: «Aν μια οικογένεια έχει τρία παιδιά, με εισόδημα 30.000 ευρώ και αναπηρία 55%, δικαιούται μετεγγραφής ο πρωτότοκος;». Ή, «αν μια οικογένεια έχει 40.000 ευρώ και 100% αναπηρία τι γίνεται;». Κι «αν κάποιος είναι προστάτης οικογένειας;». Και αν…
Ο κ. Ταλιαδούρος έκανε φιλότιμες προσπάθειες να εξηγήσει τις ανεξήγητες περιπτώσεις και λογικά απέτυχε. Διότι κάθε περίπτωση που εξηγούσε, είχε πίσω της 15 υποπεριπτώσεις που χρειαζόταν επίσης εξήγηση. Και φυσικά ο τηλεοπτικός χρόνος ποτέ δεν φτάνει…
Η κυβέρνηση μπήκε για μια ακόμη φορά σε ένα κυκεώνα λαϊκισμού, όπου οι απαντήσεις ποτέ δεν επαρκούν. Ότι και να προβλέπει κάποιος νόμος για τις μετεγγραφές πάντα κάποιοι παραπονεμένοι θα υπάρχουν. Κι επειδή αυτοί θα είναι είτε άτομα με ειδικές ανάγκες, είτε πολύτεκνοι, είτε άλλες ευπαθείς ομάδες, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας έχει το επικοινωνιακό παιγνίδι χαμένο από χέρι.
Μία είναι η απλή απάντηση στο καυτό -όπως θεωρείται- θέμα των μετεγγραφών και δυστυχώς κανείς δεν την δίνει. Δουλειά του υπουργείου Παιδείας είναι να φτιάξει ένα σύστημα ώστε να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα. Εκείνοι που έχουν άλλα εκτός της Παιδείας προβλήματα, ας απευθυνθούν στον κ. Πάνο Παναγιωτόπουλο. Αυτός είναι ο αρμόδιος για θέματα κοινωνικής πολιτικής. Δεν είναι η κ. Μαριέτα Γιαννάκου ούτε ο κ. Σπύρος Ταλιαδούρος.
Ο νόμος που παρουσίασε το υπουργείο Παιδείας δεν είναι άδικος. Δεν είναι καν δίκαιος. Είναι εκτός θέματος. Δεν είναι αρμοδιότητος του υπουργείου Παιδείας οι νεφροπαθείς, ούτε οι πολύτεκνοι. Δυστυχώς όμως αντί να παρουσιαστεί ένα ξεκάθαρο σχέδιο το οποίο πρώτον θα αποκεντρώνει τις αρμοδιότητες μετεγγραφών στα πανεπιστήμια και δεύτερον θα θεσμοθετεί ακαδημαϊκά κριτηρία, το υπουργείο Παιδείας προτίμησε το μέσο δρόμο. Μας σερβίρει ολίγη από εκπαιδευτικά και ολίγη από κοινωνικά κριτήρια. Από την στιγμή όμως που το θέμα δεν μπήκε στις σωστές -σε ακαδημαϊκές- διαστάσεις, από τη στιγμή που άνοιξε η κερκόπορτα των κοινωνικών κριτηρίων, όλοι νομιμοποιούνται να χαρακτηρίσουν το νομοσχέδιο ανάλγητο. Έτσι κι αλλιώς κάθε άτομο, ή κάθε κοινωνικός φορέας έχει διαφορετική περί κοινωνικής δικαιοσύνης άποψη. Δηλαδή, γιατί είναι πιο δίκαιο να μετεγγράφονται φοιτητές με 67% αναπηρία και όχι με 50%; Ξέρετε πόσα προβλήματα έχει κάποιος που είναι πραγματικά κατά 50% ανάπηρος; Γιατί είναι πιο δίκαιο να μετεγγράφεται κάποιος από πολύτεκνη τεσσάρων γόνων οικογένεια και όχι από πολύτεκνη οικογένεια με τρία παιδιά; Το παιγνίδι της κολοκυθιάς με τα κοινωνικά κριτήρια δεν τελειώνει ποτέ, άσχετα από τις αγαθές προθέσεις ενός υπουργού.
Μπορούμε να ελπίσουμε ότι το φιάσκο των μετεγγραφών θα διδάξει κάτι στην κυβέρνηση. Κατ’ αρχήν την σεμνότητα και ταπεινότητα απέναντι σε μια πολύπλοκη πραγματικότητα. Πρέπει να καταλάβει κάθε υπουργός ότι δεν είναι ο μάγος που θα λύσει όλα τα στραβά αυτής της κοινωνίας, άσχετα αν η ίδια η κοινωνία τον φαντάζεται ως τέτοιο. Ούτε είναι δουλειά του να δείχνει κοινωνικά ευαίσθητος. Αντιθέτως: δουλειά κάθε υπουργού είναι να φέρει σε πέρας τα του οίκου του.
Δουλειά λοιπόν της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας είναι να ξεστραβωθούν τα παιδιά μας, ασχέτως ποσοστού υγείας ή αναπηρίας. Δουλειά του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης είναι να βοηθά εκείνους που έχουν πρόβλημα αναπηρίας. Όπως επίσης δουλειά του κ. Μολυβιάτη είναι να επιλέγει διπλωμάτες που θα εκπροσωπήσουν καλύτερα τη χώρα στο εξωτερικό. Σκεφθείτε, λοιπόν να του ζητούσαν να βάλει κοινωνικά κριτήρια στην επιλογή του πρέσβη στην Ουάσιγκτον. Δεν θα είχαμε θέατρο του παραλόγου αν στέλναμε γόνους πολύτεκνων οικογενειών, αντί ανθρώπους που μιλούν την αγγλική; Ακούγεται ως παραδοξότητα; Είναι, αλλά το ίδιο δεν κάνουμε με τις μετεγγραφές των φοιτητών;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 6.10.2004