Ποτέ οι άνθρωποι δεν ήταν καλύτερα σε σχέση με το παρελθόν, αλλά και ποτέ δεν φοβόταν περισσότερο.
Ποτέ στην ιστορία του ο άνθρωπος δεν ήταν καλύτερα. Ποτέ δεν είχε περισσότερα αγαθά στη διάθεσή του: το 1950 το παγκόσμιο εισόδημα ήταν 5,3 δισεκατομμύρια «διεθνή δολάρια» (εικονική μονάδα που χρησιμοποιείται από τους παγκόσμιους οργανισμούς που μετράει την παραγωγή πραγματικών αγαθών), το 1998 έφτασε τα 33,7 δισ. «διεθνή δολάρια». Ποτέ αυτό το εισόδημα δεν διανεμήθηκε καλύτερα (προσοχή! Οχι καλά σε σχέση με τι θεωρούμε δίκιο, αλλά καλύτερα σε σχέση με το παρελθόν): το 1950 το ποσοστό των ΗΠΑ στο παγκόσμιο εισόδημα ήταν 27,3%, το 1998 έπεσε στο 21,9%. Ποτέ η φτώχεια δεν ήταν λιγότερη (προσοχή πάλι! Οχι λίγη, αλλά λιγότερη σε σχέση με το παρελθόν): το 1981 το 40,4% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε καθεστώς απόλυτης ένδειας (κάτω από 1 δολάριο την ημέρα), το 2001 έφτασε το 21,1%. Αλλά και η σχετική φτώχεια μειώθηκε: το 1981 το 50,1% των ανθρώπων ζούσε με λιγότερο από το 50% του μέσου εισοδήματος της χώρας του και το 2001 το ποσοστό αυτό έπεσε στο 28,8%.
Ποτέ οι άνθρωποι δεν ζούσαν περισσότερο: την περίοδο 1970 – 1975 το προσδόκιμο όριο ζωής ήταν 55,6 χρόνια στις αναπτυσσόμενες χώρες και 70,3 στις χώρες του ΟΟΣΑ. Την περίοδο 2000 – 2005 τα όρια αυτά έγιναν 64,9 και 77,6 αντίστοιχα. Η διαφορά μεταξύ αναπτυγμένου και αναπτυσσόμενου κόσμου πριν από μια τριακονταετία ήταν 14,7 χρόνια, για να πέσει σήμερα στα 12,7. Και οι δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης (ποσοστά αναλφαβητισμού, πρόσβασης σε πόσιμο νερό, εμβολιασμοί κ. λπ.) βελτιώθηκαν. Οι πόλεμοι μειώθηκαν και περισσότεροι άνθρωποι χαίρονται την ελευθερία, απ’ ότι στο παρελθόν.
Τα παραπάνω δεν συνθέτουν μια ειδυλλιακή εικόνα. Ενα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε κατάσταση απόλυτης φτώχειας είναι μεν καλύτερο από το 1,5 δισεκατομμύριο που ήταν το 1981, αλλά δεν σημαίνει ότι είναι καλό. Υπάρχουν περιοχές του πλανήτη, όπως η υποσαχάρια Αφρική, που δεν ακολουθούν τις παγκόσμιες τάσεις.
Συνολικά, όμως, ποτέ οι άνθρωποι δεν ήταν καλύτερα σε σχέση με το παρελθόν, αλλά και ποτέ δεν φοβούνταν περισσότερο. Σήμερα φοβόμαστε την οικονομική ύφεση και τις οικολογικές καταστροφές που θα προέλθουν από την οικονομική ανάπτυξη. Φοβόμαστε τη διασπορά των πυρηνικών και την τρομοκρατία στις πόλεις. Φοβόμαστε παγκόσμιες επιδημίες και κύματα μετανάστευσης (παρά το γεγονός ότι τα τελευταία πλέον είναι ειρηνικά, ενώ παλιότερα έρχονταν με σπαθιά στα χέρια). Γενικώς ο άνθρωπος -πολύ περισσότερο ο δυτικός άνθρωπος- φοβάται πολύ.
Οι φόβοι πιθανώς έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι ο άνθρωπος εξαπλώθηκε τόσο πολύ, ώστε οποιαδήποτε αλλαγή τον επηρεάζει αρνητικά. Για παράδειγμα: πριν από διακόσια χρόνια ουδείς μάθαινε (πόσω μάλλον να στενοχωρηθεί) ότι δεν χιόνισε στις Αλπεις. Σήμερα, όλοι το μαθαίνουν, ενώ κάποιοι χάνουν εισοδήματα και άλλοι τις χειμερινές τους διακοπές. Τσουνάμι υπήρξαν πολλά στον Ειρηνικό. Ποτέ όμως δεν δημιούργησαν τόσες καταστροφές και τόσες ανθρώπινες απώλειες, επειδή ακριβώς ποτέ δεν υπήρξαν τόσα πολλά οικήματα στις παραλίες και τόσοι πολλοί τουρίστες. Τα ποτάμια πάντα ξεχείλιζαν, αλλά δεν υπήρχε τίποτε να καταστρέψουν. Σήμερα όλο και κάποιο χωράφι ή χωριό θα υπάρχει δίπλα και φυσικά κάποιο νταβαντούρι θα κάνουν τα κανάλια.
Υπάρχει δηλαδή μια περίπτωση να μη χειροτέρεψε ο κόσμος, αλλά απλώς να βελτιώθηκε η ειδησεογραφική του κάλυψη. Μπορεί επίσης να γινόμαστε περισσότερο συντηρητικοί (συνολικά), επειδή όλο και περισσότεροι άνθρωποι έχουν πράγματα να χάσουν από κάθε -έστω τυχαία, έστω μικρή- αλλαγή. Το γεγονός όμως είναι ότι μπήκαμε στην εποχή των φόβων. Και αυτό ίσως τελικά να μας κοστίζει περισσότερο από όλες τις αλλαγές που φοβόμαστε.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 31.1.2007