Οι ελληνικές υποθέσεις ντόπινγκ δεν διακρίνονται μόνο από το θράσος που τις συνοδεύει, σαν αποκαλύπτονται. Διακρίνονται και από την ιδεολογική ντόπα που τις στηρίζει. Μια εθνικολαϊκή αντίληψη που θέλει τη μικρή (για το τίμια το συζητάμε) Ελλάδα να πρωταγωνιστεί στα γήπεδα της οικουμένης.
Ντοπαρισμένοι αθλητές υπήρξαν και ίσως να υπάρχουν παντού. Ακόμη και μέσα στην Αρχαία Ολυμπία. Ποιος δεν θυμάται τη «χρυσή» Ρωσίδα Ιρίνα Κορζανένκο, που αποκαλύφθηκε ότι είχε κάνει χρήση απαγορευμένης στεροειδούς ουσίας; Για το χρήμα και τα συμβόλαια από τους χορηγούς πολλοί νέοι δηλητηριάστηκαν. Κάποιοι απ’ αυτούς πέθαναν νωρίς…
Οι ελληνικές υποθέσεις ντόπινγκ δεν διακρίνονται μόνο από το θράσος που τις συνοδεύει, σαν αποκαλύπτονται. Διακρίνονται και από την ιδεολογική ντόπα που τις στηρίζει. Μια εθνικολαϊκή αντίληψη που θέλει τη μικρή (για το τίμια το συζητάμε) Ελλάδα να πρωταγωνιστεί στα γήπεδα της οικουμένης.
Οπως οι πρώην κομμουνιστικές δικτατορίες ήθελαν να δείξουν με τις μυστακοφόρες αθλήτριές τους το μεγαλείο του σοσιαλισμού, έτσι κι εδώ διαμορφώθηκε λιθαράκι λιθαράκι η αντίληψη ότι στα στάδια αναδεικνύεται το μεγαλείο της Ελλάδος. Ακόμη και το… γενετικό. Εχουμε αναγάγει τον αθλητισμό σε εθνική υπόθεση. Παντού υπάρχουν φίλαθλοι, αλλά ουδείς μεταφράζει το αγώνισμα των 200 μ. ανδρών σε αντίστοιχο της Μάχης του Σαρανταπόρου. Μόνο στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται νίκη της «εθνικής ψυχής» μια καλή λαβή στο τζούντο. Μόνο σε αυτή τη χώρα η νίκη στο τένις χαρακτηρίζεται «εποποιία». Μόνο σε αυτή τη χώρα σχεδόν όλες οι εφημερίδες μεταμορφώνονται κάποιες μέρες σε αθλητικές και κάνουν διαγωνισμό υπερβολικών επιθέτων για ένα «αρασέ» ή ένα γκολ. Μόνο οι κάτοικοι αυτής της χώρας ταΐζονται με τόσα πολλά εθνικά φληναφήματα ύστερα από κάποιο μετάλλιο. Ας σκεφτούμε πόσα ακούμε έπειτα από κάθε νίκη: για το «μεγαλείο της ελληνικής ψυχής», για το «ελληνικό DNA που είναι μοναδικό». Οχι μόνο από τον αθλητικό Τύπο (που συνηθίζει τις υπερβολές), αλλά από σχεδόν όλα τα ελληνικά ΜΜΕ. Ακόμη και οι βωμολοχίες (ανεπίτρεπτες σε κάθε άλλη δημόσια εκδήλωση, από το κατά βάση συντηρητικό ελληνικό κοινό) εξαγνίστηκαν διότι συνοδεύτηκαν από κάτι το εθνικό.
Δεν είναι ντοπαρισμένοι μόνο οι αθλητές μας. Ολο το έθνος είναι ντοπαρισμένο, εξαρτημένο από τους χρόνους που θα κάνουν στο γήπεδο τα «παιδιά μας». Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο ευθυνών και βαραίνει τους γνωμηγέτες αυτού του τόπου. Ντοπάραμε ένα λαό με εθνικολυρικά επίθετα και οι άγνωστες ουσίες με τα περίεργα ονόματα ήταν η φυσική απόληξη.
Πάνω σε αυτόν τον εθνικολαϊκισμό χτίστηκε το ανατολοκογερμανικού τύπου θαύμα στον ελληνικό αθλητισμό. Το πρόβλημα είναι ότι ακόμη και η αποκάλυψή του αυτόν αναπαράγει. Δεν κάνουμε ποτέ την αυτοκριτική μας για να διορθώσουμε τα πράγματα. Στην καλύτερη περίπτωση εφευρίσκουμε απίθανες θεωρίες για να παραμυθιαστούμε, ή ανακαλύπτουμε περίτεχνες συνωμοσίες για να πιαστούμε. Ως σύμπτωμα της εθνικής μας ανασφάλειας είχε ερμηνεύσει ο Γ. Κουμάντος όλο αυτό το εθνικολαϊκό οικοδόμημα. Στα θέματα του ντοπαρίσματος, έγραψε, «έχει κανείς την εντύπωση ότι η εθνική μας συνείδηση δεν αποδοκίμαζε τόσο τη νοθεία με τις χημικές ουσίες όσο το γεγονός ότι δεν κατορθώσαμε να την κρύψουμε». Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι «νιώθουμε σαν λαός αμφισβητούμενοι και κυνηγημένοι. Kι αισθανόμαστε την ανάγκη, κάθε στιγμή, με κάθε τρόπο, να επιβεβαιώνουμε μια αξία μας που νομίζουμε ότι μας λείπει ή ότι οι άλλοι αρνούνται να μας αναγνωρίσουν». («Τα μετάλλια της ανασφάλειας», «Κ» 3/10/2004)
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 20.4.2008