Γνώμονας κάθε δημοσιογράφου και αποκλειστικό κριτήριο ελέγχου του πρέπει να είναι μόνον η αλήθεια και όχι τα αποτελέσματά της.
Είναι παρατηρημένο: Οποτεδήποτε «σκάει» ένα σκάνδαλο σε κάποιο χώρο ποτέ αυτό δεν παραμένει εντός του χώρου όπου δημιουργήθηκε η νοσηρή κατάσταση. Διαχέεται παντού ή, σχεδόν, παντού. Άμεσα αρχίζει η συζήτηση να πλατειάζει σε διάφορα επίπεδα με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας απερίγραπτος θόρυβος, ο οποίος σκεπάζει τα πάντα. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μικρός τόπος και όλοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο γνωριζόμαστε και στα ανώτερα κλιμάκια διαπλέκονται (με αγαθούς ή όχι κα τόσο αγαθούς σκοπούς). Ή μπορεί να έχει να κάνει με το γεγονός ότι η δημόσια συζήτηση σ’ αυτήν τη χώρα δεν έχει αρχές, αξιώματα πάνω στην οποία μπορεί να κτιστεί ένας δημιουργικός διάλογος.
Έτσι, όλοι… τσαλαβουτούν σε όλα και, φυσικά, δεν αναφερόμαστε στον κ. Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Αυτός υπήρξε συνεπέστατος υποστηρικτής του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, σε σημείο που να αναρωτιέται κανείς: Δεν υπήρξε ποτέ σφάλμα του κ. Χριστόδουλου για να στηλιτεύσει ή έστω να κρατήσει αποστάσεις ο επίτιμος πρόεδρος της Ν.Δ.; Αναφερόμαστε, όμως, στο νομάρχη Δράμας κ. Κωνσταντίνο Ευμοιρίδη ο οποίος έστειλε επιστολή στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία εμμέσως του ζητεί να παρέμβει στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η επιστολή, αν και δεν εκφράζει ρητά το αίτημα, αναφέρει: «Η συνεχιζόμενη παρουσίαση του προβλήματος από τα ΜΜΕ, με τάση υπερβολής που ξεπερνά την απλή ενημέρωση του πολίτη – ακροατή – αναγνώστη – τηλεθεατή, βλάπτει σοβαρά τους θεσμούς της Εκκλησίας και της Δικαιοσύνης. Τονίζεται απ’ όλους ότι με τη δημοσιοποίηση δεν προσβάλλονται οι θεσμοί, αλλά τα πρόσωπα. Όμως για τον απλό πολίτη και τον πιστό είναι πολύ δύσκολος αυτός ο διαχωρισμός και σε καμιά περίπτωση η συμπεριφορά προσώπων, που υπηρετούν θεσμούς, δεν αφήνει ανεπηρέαστη την κρίση του για τους θεσμούς. Κλονίζεται η εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς και πιθανόν επηρεάζει το δύσκολο έργο εκείνων, που από το νόμο έχουν υποχρέωση έρευνας των καταγγελιών και επιβολής των κυρώσεων».
Θυμίζει κάτι αυτό το σκεπτικό. Το έχουμε ακούσει προσφάτως. Με την ίδια συλλογιστική κάποιοι ανησυχούσαν ότι προσβάλλεται η Αριστερά και επηρεάζεται η Δικαιοσύνη επειδή η δημοσιογραφική έρευνα σκάλιζε τα της «17 Νοέμβρη». Αυτό δεν θέλει επ’ ουδενί να αθωώσει όλα τα πεπραγμένα των δημοσιογράφων στο δύσκολο εκείνο καλοκαίρι της εξάρθρωσης και τώρα. Υπήρχαν και υπάρχουν κακοτοπιές και δεοντολογικά αμαρτήματα. Αυτά πρέπει να στηλιτεύονται ευθέως και οι Ενώσεις Συντακτών να επιληφθούν. Ο γενικός αφορισμός όμως, «σιωπήστε διότι έτσι πλήττεται η Αριστερά / οι θεσμοί ή επηρεάζεται η Δικαιοσύνη» δεν μπορεί να ισχύσει. Γνώμονας κάθε δημοσιογράφου και αποκλειστικό κριτήριο ελέγχου του πρέπει να είναι μόνον η αλήθεια και όχι τα αποτελέσματά της.
Υπάρχει, όμως, πρόβλημα με την απονομή της Δικαιοσύνης «κάτω από την πίεση των ΜΜΕ», όπως δήλωσε χθες στον τηλεοπτικό δίαυλο η πρώην ανακρίτρια και κατηγορούμενη για δωροδοκία κ. Κωνσταντίνα Μπουρμπούλια; Πιθανώς και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι οι αποφάσεις του τελευταίου καιρού επιφυλάσσουν τις μέγιστες ποινές στους κατηγορούμενους. Αυτό όμως είναι παθογένεια της Δικαιοσύνης και όχι των ΜΜΕ. Και είναι τρομακτική παθογένεια, αν οι αποφάσεις βγαίνουν με βάση τα κανάλια και όχι τη δικογραφία.
Το ζήτημα είναι ότι εκτός της κάθαρσης σε πρόσωπα να υπάρξει και ξεκαθάρισμα απόψεων για το ρόλο που πρέπει να έχουν στην κοινωνία η Δικαιοσύνη, η Εκκλησία και τα ΜΜΕ. Αν δεν υπάρξει το τελευταίο, ακόμη κι αν γίνει τέλεια το πρώτο, τότε η νοσηρότητα θα ξαναεμφανιστεί. Πιθανώς με άλλους πρωταγωνιστές.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 16.2.2005