Το «τσίρκο των αποκαλύψεων» που βλέπουμε αυτές τις μέρες δεν θα βγει σε καλό για την ελληνική δημοσιογραφία, αλλά πρέπει. Η κάλυψη της τρομοκρατίας είναι μια από τις «δύσκολες δεοντολογικά υποθέσεις», αλλά πρέπει να μελετηθεί σε βάθος.
Η αλήθεια είναι πως προσεγγίσαμε κι αυτή τη μεγάλη ιστορία με τη θέρμη και την ασχετοσύνη μαθητευόμενων μάγων. Από παλιά μέχρι και σήμερα. Από την αρχή της τρομοκρατικής δράσης προκήρυξη με προκήρυξη οι δημοσιογράφοι και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης χειραγωγήθηκαν κατά τον χείριστο τρόπο από τους τρομοκράτες. Δεν φτάνει μόνο το γεγονός ότι ορισμένα ΜΜΕ, όπως επισημαίνουν στην ανακοίνωση τους οι συγγενείς των θυμάτων, «έκαναν το λάθος στο όνομα της δήθεν ενημέρωσης να αναπαράγουν τη λάσπη και τις συκοφαντίες των δολοφόνων εναντίον των θυμάτων και των οικογενειών τους». Το χειρότερο είναι πως οι τρομοκράτες προσπαθούσαν να επηρεάσουν την γραμμή των εφημερίδων με όπλο την πρόσκαιρη αύξηση της κυκλοφορίας που έδινε η δημοσίευση των ματωβαμμένων προκηρύξεων τους. Όταν για παράδειγμα ενοχλήθηκαν από κάποια δημοσιεύματα της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», άρχισαν να στέλνουν τα μακροσκελή φληναφήματα τους στο «Έθνος». Όταν το «Έθνος» τους φάνηκε λιγότερο «Αριστερό» στεγάστηκαν στην εφημερίδα «Επικαιρότητα» για να καταλήξουν και πάλι στην «Ελευθεροτυπία».
Η πρακτική αυτή αποτελούσε μια ωμή παρέμβαση και στη δημοσιογραφική ελευθερία, η οποία αν προερχόταν από οπουδήποτε αλλού θα ξεσήκωνε δικαιολογημένα σάλο. Στην περίπτωση όμως των τρομοκρατών, ουδείς διανοήθηκε να διαμαρτυρηθεί. Ζητήματα δεοντολογίας τόσο λεπτά, ήταν terra igognita για την ελληνική δημοσιογραφία. Ακόμη και το γεγονός της δημοσίευσης των προκηρύξεων, που έθετε ένα σοβαρότατο θέμα δεοντολογίας (στην ουσία ήταν χρήση προϊόντων εγκλήματος), δεν συζητήθηκε ποτέ επί της ουσίας. Μόνο κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη με τον περιβόητο αντιτρομοκρατικό νόμο τέθηκε το θέμα, αλλά στραβά. Το μόνο που κουβεντιάστηκε ήταν η απαγόρευση της δημοσίευσης των προκηρύξεων από την κυβέρνηση, απαγόρευση που με την σειρά της ήταν λάθος. Δεν έπρεπε το κράτος να απαγορεύει, εμείς οι δημοσιογράφοι έπρεπε να έχουμε την στοιχειώδη ευαισθησία να πούμε «Ως εδώ. Δεν δίνουμε βήμα στους φονιάδες.»
Η δεοντολογική ανεπάρκεια του σώματος των δημοσιογράφων είναι εμφανής και την τωρινή συγκυρία που ξετυλίγεται το κουβάρι της τρομοκρατίας. Παρά τις γενικόλογες ανακοινώσεις των Ενώσεων Συντακτών και την συζήτηση που ευτυχώς γίνεται, όλοι μας στεκόμαστε αμήχανοι μπροστά στη ροή των γεγονότων. Οι ειδήσεις, αλλά και τα στοιχήματα είναι τόσο μεγάλα, ώστε κανείς πλέον δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σε κανένα. Η ονοματολογία (στην οποία επιδόθηκαν κυρίως τα κανάλια τις τελευταίες μέρες) είναι η κορυφή του παγόβουνου της ανεύθυνης μετάδοσης πληροφοριών. Μεταδόθηκαν μύρια όσα τα οποία ουδέποτε επιβεβαιώθηκαν και το κυριότερο: κανείς δεν ξέρει αν αυτά ήταν υποβολιμαία από τις αστυνομικές αρχές ή οφειλόταν την γόνιμη φαντασία πολλών δημοσιογράφων.
Το «τσίρκο των αποκαλύψεων» που βλέπουμε αυτές τις μέρες δεν θα βγει σε καλό για την ελληνική δημοσιογραφία, αλλά πρέπει. Η κάλυψη της τρομοκρατίας είναι μια από τις «δύσκολες δεοντολογικά υποθέσεις», αλλά πρέπει να μελετηθεί σε βάθος. Γι’ αυτό θα έπρεπε οι Ενώσεις Συντακτών σε συνεργασία ίσως με κάποιες πανεπιστημιακές σχολές να μελετήσουν όσα μεταδίδονται σήμερα. Μπορεί στο τέλος να καταλήξουμε με ένα εγχειρίδιο που θα φέρει τον τίτλο «πως (δεν) καλύπτουμε την τρομοκρατία»…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 14.7.2002