Φυσικά και θα μπορούσε να γίνει καλύτερος χειρισμός του θέματος της τρομοκρατίας από τους δημοσιογράφους. Το ποτήρι όμως δεν είναι μισοάδειο, άσχετα αν κάποιοι το προβάλλουν έτσι.
Μπορεί να μην είναι εμφανές, αλλά η ελληνική δημοσιογραφία κέρδισε ένα μεγάλο στοίχημα τους τελευταίους οκτώ μήνες. Κατά την διάρκεια της εξάρθρωσης της τρομοκρατίας, για πρώτη φορά η συντριπτική πλειοψηφία των δημοσιογράφων τήρησε το τεκμήριο της αθωότητας. Για πρώτη φορά ακούσαμε ότι κάποιοι δεν «είναι δολοφόνοι», αλλά «κατηγορούνται για δολοφονίες», δεν «είναι μέλη της 17Ν», αλλά «φέρονται ως μέλη της 17Ν». Γι’ αυτό ήταν άδικη η επίθεση του κ. Γιωτόπουλου στους δημοσιογράφους. Ουδείς έγραψε ότι είναι «αρχηγός της 17 Νοέμβρη», όπως παραπονέθηκε. Όλοι έγραψαν ότι κατηγορείται για κάποιες πράξεις κι αυτό είναι η απλή αλήθεια.
Η επίθεση του κ. Γιωτόπουλου μπορεί να μην είχε μεγάλη σημασία -κατηγορούμενος είναι, πιεσμένος ψυχολογικά πρέπει να είναι, δικαιούται να πει και μια κουβέντα παραπάνω- αν η επιχειρηματολογία του δεν ήταν κοινός τόπος μιας ολόκληρης μερίδας της Αριστεράς Η ελληνική δημοσιογραφία ελεεινολογήθηκε αδίκως στο σύνολό της. Υπήρξαν μεν δεοντολογικές παραβάσεις, αλλά κοντά στα λίγα ξερά πυρπολήθηκαν και τα πολλά χλωρά. Η ελληνική δημοσιογραφία δεν ρίχτηκε να λυντσάρει τους κατηγορούμενους. Στις περισσότερες περιστάσεις στάθηκε απέναντί τους με σεβασμό, μέχρι εκμεταλλεύσεως.
Όμως το ρεπορτάζ συκοφαντήθηκε στο σύνολό του, ως διατεταγμένη υπηρεσία των αρχών, χωρίς να εξετάζεται η ακρίβεια των γραφόμενων. Δεν κρίθηκε από την αλήθεια του, αλλά από την πηγή του. Ε, τι να κάνουμε! Εκ των πραγμάτων απεδείχθη αληθές ότι οι αρχές καταζητούσαν κάποιον κύριο ονόματι Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, ως αρχηγό της 17Ν. Όσοι έγραψαν την είδηση ακριβώς ως έχει, ότι δηλαδή «οι αρχές θεωρούν τον κ. Γιωτόπουλο αρχηγό» έκαναν δημοσιογραφική επιτυχία. Όσοι έγραψαν ότι «ο κ. Γιωτόπουλος είναι αρχηγός» έκαναν δημοσιογραφική αλητεία. Τα δύο ρεπορτάζ δεν μπορούν να μπουν τον ίδιο τορβά.
Δεοντολογικές παραβάσεις υπήρξαν πράγματι όταν «φωτογραφήθηκαν» και κυρίως όταν κατονομάσθηκαν πρόσωπα, που δεν είχαν σχέση με την υπόθεση. Αυτό όμως δεν ήταν κυρίαρχο φαινόμενο, άσχετα αν προβλήθηκε ως τέτοιο. Μπορεί αυτά τα πρόσωπα να έγιναν μείζον θέμα στις συζητήσεις εντός της «δημοσιογραφικής πιάτσας» -κι ακούσαμε πολλά «εμπιστευτικά» κι ανόητα εκείνο το καλοκαίρι- αλλά μόνο λίγα δημοσιοποιήθηκαν και οι «αποκαλύψεις» αυτές στιγματίστηκαν απ’ όλους.
Συμπέρασμα; Φυσικά και θα μπορούσε να γίνει καλύτερος χειρισμός του θέματος της τρομοκρατίας από τους δημοσιογράφους. Το ποτήρι όμως δεν είναι μισοάδειο, άσχετα αν κάποιοι το προβάλλουν έτσι…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 11.3.2003