Προδημοσίευση του νέου βιβλίου του Κ. Σημίτη «Η Δημοκρατία σε κρίση;»:«Δεν υπάρχει ένα “δημοκρατικό πρότυπο” από το οποίο μπορέι να συνάγεται σε κάθε περίπτωση η σωστή απάντηση. Η δημοκρατία αποτελεί “ιδεολογία”, ένα επιθυμητό πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό σύστημα. είναι στόχος τον οποίο οφείλουμε συνεχώς να επανακαθορίζουμε»
Το καλό με το νέο βιβλίο του Κ. Σημίτη «Η Δημοκρατία σε κρίση;» (εκδόσεις «Πόλις»)είναι ότι θα προκαλέσει συζητήσεις. Το κακό είναι ότι θα προκαλέσει τις λάθος συζητήσεις. Οι κεντροαριστεροί θα το ψαχουλέψουν για να βρουν αναφορές που πλήττουν την κυβέρνηση, οι κεντροδεξιοί θα το ξεψαχνίσουν για να ανακαλύψουν αιχμές κατά του Γ. Παπανδρέου. Υπάρχει, για παράδειγμα, μια αναφορά που ως χρησμός μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως. «Τα αντίπαλα κόμματα», γράφει, «διαφοροποιούνται μεταξύ τους κυρίως με αρνητικές αναφορές του ενός για το άλλο. Καλούν τους ψηφοφόρους να καταψηφίσουν το άλλο κόμμα και όχι να υπερψηφίσουν συγκεκριμένη πολιτική». Θυμίζει, η συγκεκριμένη αναφορά, κάτι από την νέα αντιπολιτευτική του ΠΑΣΟΚ και είναι αιχμή στον διάδοχο του; Ή μήπως στηλιτεύει την αντιπολίτευση που υπέστη ο ίδιος από τη Νέα Δημοκρατία;
Πιθανώς να ισχύει το ένα και ίσως να αναφέρεται και στα δύο. Το ζήτημα είναι πως η εξαγωγή συμπερασμάτων για την πολιτική τακτική του κ. Σημίτη αφενός αποτελεί δίκη προθέσεων (και σε ότι αφορά τις προθέσεις του ο πρώην πρωθυπουργός είναι σφίγγα) και αφετέρου αδικεί το βιβλίο. Κι αυτό γιατί πριν την «επίμαχη» αναφορά (που μπορεί να γίνει κρόουλ στα δελτία «ειδήσεων») υπάρχει μια ολόκληρη πολιτική ανάλυση που σίγουρα δεν χωρά στα βραδινά σόου αλλά πρέπει να προβληματίσει όσους επιθυμούν να ασχοληθούν με την πολιτική και όχι με το παραπολιτικό κουτσομπολιό.
Η ανάλυση λοιπόν, χωρίς να αποτελεί τομή στην πολιτική θεωρία είναι εξαιρετικά συγκροτημένη. Οι πολιτικές δυνάμεις λέει, «έχουν παραιτηθεί από τον ενεργό ρόλο διαμορφωτή των πολιτικών εξελίξεων. Προτιμούν τον ρόλο ενός ενδιαφερομένου αλλά αποστασιοποιημένου συμμέτοχου. Διστάζουν να διεκδικήσουν τη θέση του καθοδηγητή της κοινωνίας προτείνοντας ιδέες και αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για τις κοινωνικές αλλαγές. (Σ.Σ. προς παραπολιτικούς: μέχρις εδώ η καμπάνα μπορεί να χτυπά για την Ν.Δ.) Η άποψή τους για το νέο είναι συνειδητά ασαφής. Η ασάφεια αυτή προλαμβάνει αντιρρήσεις, διασφαλίζει μεγαλύτερη γκάμα επιλογών και αφήνει την πόρτα ανοιχτή για υπαναχωρήσεις. (Σ.Σ.: τώρα η καμπάνα μπορεί να χτυπά για το ΠΑΣΟΚ). Τα κόμματα διατυπώνουν τις θέσεις των με τρόπο ώστε να διαβεβαιώνουν μεν το ενδιαφέρον τους για τους ψηφοφόρους, αλλά να μην δεσμεύονται τα ίδια. Αφήνουν περιθώρια διαπραγμάτευσης και επιτρέπουν τον συγκερασμό απόψεων. Η στάση τους περιορίζει έτσι το πολιτικό κόστος και καθιστά δυνατή μια απόφαση με βάση τις προτιμήσεις της κοινής γνώμης (Σ.Σ.: Να, και ο «μεσαίος χώρος»)… Οι πεποιθήσεις έρχονται σε δεύτερη μοίρα και το μακροπρόθεσμα ενδεδειγμένο μετράει ελάχιστα. Σε όλα τα μεγάλα θέματα της εποχής, όπως η παιδεία, το ασφαλιστικό, οι «μεταρρυθμίσεις» τείνουν να περιορίζονται, υπό την πίεση των ενδιαφερόμενων κοινωνικών ομάδων σε ελάχιστες παρεμβάσεις. Αυτές όμως αντιμετωπίζουν μόνο τα τρέχοντα προβλήματα και αναβάλλουν τις ουσιαστικές λύσεις για αύριο…»
Για τον πρώην πρωθυπουργό, τα παραπάνω δεν είναι το φτηνό αποτέλεσμα μικροπολιτικών επιδιώξεων. Είναι προϊόν κοινωνικών μεταβολών. «Σε μια κοινωνία, στην οποία κυριαρχούν τα μεσαία στρώματα και οι ταξικές διαφορές δεν είναι πια ιδιαίτερα έντονες, τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα είναι πολυσυλλεκτικά. Εκπροσωπούν ταυτόχρονα διάφορες κοινωνικές ομάδες, των οποίων τα συμφέροντα και οι απόψεις διαφέρουν κι αντιτίθενται. Κρίσιμο για την κατάκτηση της εξουσίας είναι να μην αποξενωθεί το κόμμα από καμιά από καμιά από αυτές τις κοινωνικές ομάδες(…) Υπό αυτές τις συνθήκες επιβάλλεται μια τακτική που καλύπτει διαφορές και προλαμβάνει αντιθέσεις. Ο κομματικός λόγος αποσαφηνίζει τα ελάχιστα δυνατά. Η συνέπεια και η ειλικρίνεια θεωρούνται παράγοντες που περιορίζουν τις πιθανότητες νίκης…» Από την άλλη το τοπίο της πολιτικής αντιπαράθεσης έχει αλλάξει. «τα προβλήματα σήμερα είναι πιο σύνθετα… Το ασφαλιστικό, ή η διαμόρφωση των εργασιακών σχέσεων υπό συνθήκες παγκόσμιου ανταγωνισμού είναι θέματα που δεν επιλύονται εύκολα και η πολιτική έχει μικρά περιθώρια για την αντιμετώπισή τους. Το πολιτικό μήνυμα, που θέλει να είναι ειλικρινές, ούτε είναι εύκολα κατανοητό, ούτε ενθουσιάζει. Γι’ αυτό οι πολιτικοί πέφτουν στην παγίδα της υπεραπλούστευσης και της υπερβολής. Εύκολα περιορίζονται στον καταγγελτικό και μόνο λόγο και αποφεύγουν αναλύσεις και θέσεις για να μην έχουν πολιτικό κόστος.» Θυμίζουν τα παραπάνω κάτι από την ταλαιπωρία που υπέστη η Ν.Δ. το 2000 προεκλογικά όταν ανακαλύφθηκε στο δικτυακό της τόπο μια ανάλυση ενός καθηγητή για την κρίση του ασφαλιστικού; Μήπως θυμίζουν την περιπέτεια του κ. Γιαννίτση για το ίδιο θέμα;
Τα παραπάνω φαινόμενα όμως κατά τον κ. Σημίτη δεν αποτελούν κρίση της Δημοκρατίας, αλλά κρίση της πολιτικής διαδικασίας όπως την ξέρουμε και την εφαρμόζουμε μέχρι σήμερα. Σε ότι αφορά το μέλλον όμως το βιβλίο πάσχει από την γνωστή «ασθένεια της σοσιαλδημοκρατίας». Χαρακτηρίζεται περισσότερο από ευχές παρά από συγκεκριμένες προοπτικές. «Η Δημοκρατία», γράφει, «δεν συνίσταται μόνο σε εκλογικές διαδικασίες, κομματικούς ανταγωνισμούς και το κυνήγι της εξουσίας. Έχει προπαντός ηθική διάσταση. Αφορά τον άνθρωπο και την ολοκλήρωση του, την χειραφέτησή του από δεσμά, την διαμόρφωση μιας κοινωνίας ελευθερίας, ισότητας, αλληλεγγύης…».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» στις 12.5.2007