Το πρώτο πράγμα που έκανε η ολλανδική κυβέρνηση, όταν αποφάσισε να προχωρήσει σ’ ένα γενναίο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, ήταν να φτιάξει ένα «γλωσσάρι της δημόσιας διοίκησης».
Το πρώτο πράγμα που έκανε η ολλανδική κυβέρνηση, όταν αποφάσισε να προχωρήσει σ’ ένα γενναίο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, ήταν να φτιάξει ένα «γλωσσάρι της δημόσιας διοίκησης». Δεν ήταν κάποια άσκηση επί χάρτου εξήγησε στο συνέδριο για τη δημόσια διοίκηση, που διοργάνωσε την περασμένη εβδομάδα το υπουργείο Εσωτερικών, ο Ολλανδός εμπειρογνώμονας Μπράιαν Χούιτζ. Ηταν αναγκαίος όρος συνεννόησης για τις μεταρρυθμίσεις που επρόκειτο να ακολουθήσουν. Βεβαίως ουδείς εξεπλάγη στην Ολλανδία, όταν διαπίστωσαν ότι σχεδόν κάθε υπουργείο μιλούσε κι άλλη γλώσσα. Ή ότι αλλιώς εννοούσαν τους όρους οι εργαζόμενοι κι αλλιώς τα ανώτερα στελέχη. Για παράδειγμα, ανακάλυψαν ότι το ολλανδικό κράτος χρησιμοποιούσε επτά ορισμούς μόνο για τους μισθούς (των υπαλλήλων του).
Στην Ελλάδα, με τα πάσης φύσεως επιδόματα, τις πλασματικές υπερωρίες, τα εντός κι εκτός έδρας, είναι σίγουρο ότι οι ορισμοί για τους μισθούς στο Δημόσιο θα είναι εκατοντάδες. Αλλά οι μισθοί δεν είναι το μόνο πεδίο ασυνεννοησίας που επικρατεί. Αν ψάξουμε θα βρούμε ότι μας λείπουν πολλές λέξεις, δηλαδή πολλές έννοιες.
Για παράδειγμα, μόνιμη υπόσχεση όλων των κυβερνήσεων είναι «η πάταξη της γραφειοκρατίας». Προκύπτει όμως άμεσα ένα ερώτημα: «όλης της γραφειοκρατίας;».
Η γραφειοκρατία, παρά την αρνητική χροιά που έχει αποκτήσει στην Ελλάδα, είναι συστατικό στοιχείο κάθε οργανισμού. Χρειάζεται για τη διοίκησή του. Στις ξένες χώρες έχει μπει στο στόχαστρο η πάταξη της «άχρηστης γραφειοκρατίας» που ονομάζεται «red tape». Η απουσία ορισμού από τον ελληνικό δημόσιο διάλογο δεν είναι μια φιλολογική έλλειψη. Δηλώνει κατ’ αρχήν ότι μιλώντας για μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα δεν ξέρουμε τι λέμε. Κατά δεύτερον, με τον γενικό όρο «πάταξη της γραφειοκρατίας» ο καθένας μπορεί να φανταστεί ό,τι θέλει και να βάλει στόχο την κατάργηση χρήσιμων ρυθμίσεων. Το πιο πιθανό είναι να μη στοχοθετηθεί τίποτε και η «πάταξη της γραφειοκρατίας» να μείνει κενό γράμμα.
Ενας άλλος όρος που δεν έχει αποσαφηνιστεί είναι η «αξιολόγηση». Για τους υπαλλήλους και τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα είναι μπαμπούλας: φέρνει μνήμες επιθεωρητή που μ’ ένα κόκκινο στυλό βαθμολογεί την απόδοση των υπαλλήλων. Ουδείς έχει αποσαφηνίσει ότι η αξιολόγηση δεν αφορά ανθρώπους, αφορά διαδικασίες εντός του οργανισμού. Αποτέλεσμα της έλλειψης ορισμού είναι η αέναη σύγκρουση των κατά φαντασίαν απειλούμενων από την αξιολόγηση και της πολιτικής ηγεσίας που από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας υποχρεούται να προχωρήσει σε αξιολόγηση των δημόσιων υπηρεσιών.
Αλλά και στο επίπεδο της πολιτικής των μεταρρυθμίσεων πολλές έννοιες είναι ασαφείς, με αποτέλεσμα να γίνονται ακόμη και θύματα ιδεολογικής σπέκουλας. Ο όρος «deregulation» μεταφράζεται για παράδειγμα ως «απελευθέρωση των αγορών» ή «απορρύθμιση». Και τα δύο είναι εν μέρει σωστά, αλλά δεν περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, ένα βασικό στόχο κάθε κυβέρνησης που είναι η απλοποίηση των διαδικασιών για την ίδρυση μιας νέας επιχείρησης.
Ενας βασικός λόγος που σκοντάφτουν οι μεταρρυθμίσεις στη χώρα είναι και η γλώσσα, οι όροι που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε το υπάρχον και το επιθυμητό. Το ολλανδικό παράδειγμα, σ’ αυτήν την περίπτωση, μπορεί να μας είναι πολύ χρήσιμο…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 11.6.2008