Παρουσίαση του μυθιστορήματος του Μιχάλη Πιτένη «Τα υγρά ίχνη της μνήμης» (εκδόσεις Μεταίχμιο 2002).
Αν βάζαμε ένα υπότιτλο στο βιβλίο του Μιχάλη Πιτένη «Τα υγρά ίχνη της μνήμης» αυτός θα μπορούσε να ήταν «Ιστορίες γύρω από ένα πέτρινο γεφύρι». Ολόκληρο το βιβλίο περιστρέφεται από καταστάσεις που κατέληξαν σε ένα γεφύρι στα όρια ενός τυπικού μακεδονικού χωριού -με όλες τις ιστορίες και όλη όλη την ιστορία που κουβαλούν αυτά τα χωριά- ονόματι «Φτέρα».
Το γεφύρι αυτό ενώνει το χωρίο με την ελπίδα της λύτρωσης. Είτε των ανήσυχων κατοίκων που δεν αντέχουν τις καταπιεστικές συνθήκες που ο εμφύλιος έχει δημιουργήσει στο χωριό, είτε λίγο πρωτύτερα των «Οβραίων» (όπως καταγράφονται στην ντοπιολαλιά), δηλαδή των ελλήνων Εβραίων που αφήνουν τη Σαλονίκη κυνηγημένοι από τους Ναζί.
Δεν ξέρουμε πότε χτίστηκε αυτό το γεφύρι, ξέρουμε όμως γιατί υπάρχει.
«- …τόση ώρα που κοιτάζω αυτό το γεφύρι, σκέφτομαι πως καλά κάναν και δεν το γκρέμισαν.
– Γιατί;
– Για να μην σβήσουν οι μνήμες. Να, αν ανέβουμε επάνω, είμαι σίγουρος πως η πέτρα θα λείπει ακόμη απ’ το τοιχάκι, από κει που γκρεμίστηκε η Ειρήνη…»
Στην τέχνη τα γεφύρια συμβολίζουν την συνένωση. Συμβολίζουν την ελπίδα των ανθρώπων να ξεπεράσουν τα όρια, να ξεφύγουν από τους περιορισμούς (φυσικούς και συμβολικούς), εκφράζουν την ελπίδα της λύτρωσης…
Κι όμως, το γεφύρι του Μιχάλη Πιτένη το μόνο που ενώνει είναι η δεκαετία του 1980 με τις σκληρές μνήμες της κατοχής και του εμφυλίου. Κυρίως λειτουργεί στον μύθο αντίστροφα από τον προορισμό του. Κανείς δεν το περνά. Οι ελπίδες όλων τσακίζονται στα πέτρινα τοιχία του.
Εκεί ο εβραίος Λεόν με την Χριστιανή Αλίκη πέφτουν στα χέρια του δοσίλογου Παναγιώτη Αργυρίου, ο οποίος διψά για τον οβρέϊκο Χρυσό.
Εκεί γκρεμίστηκε η Ειρήνη, αδελφή του Παναγιώτη, που αμάρτησε με ένα θεατράνθρωπο από τα πολλά μπουλούκια που έφτασαν στη «Φτέρα».
Εκεί κοντά βρέθηκε νεκρός ο αριστερός πατέρας της συζύγου του Παναγιώτη.
Κάτω απ’ αυτό το γεφύρι που ποτέ δεν δρασκέλισε βρήκε καταφύγιο ο Αβράαμ, ένας άλλος «Οβριός» που ξέμεινε στο χωριό.
Εκεί σταματά η προσπάθεια της γυναίκας και του γιου του Παναγιώτη να ξεφύγουν.
Εκεί ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου ο δοσίλογος, ο τοκογλύφος, ο σκληρός Παναγιώτης…
Μην τα πούμε όλα. Το τέλος ενός βιβλίου ανήκει σε κάθε αναγνώστη ξεχωριστά.
Σ’ αυτό το γεφύρι όμως δεν τσακίζονται μόνο οι ελπίδες όσων αποζητούν τη λύτρωση από τους συνανθρώπους των. Τσακίζονται και διάφοροι μύθοι της ελληνικής ιστορίας. Ο πιο χαρακτηριστικός είναι η πανελλήνια συμπάθεια και συμπαράσταση στους κυνηγημένους Εβραίους της Κατοχής. Όχι πως δεν υπήρξε συμπάθεια και συμπαράσταση, αλλά αυτό δεν ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό. Η συμπαράσταση ήταν σποραδική. Και καλά είναι να θυμόμαστε τους Δίκαιους των Εθνών τον άξιο ιεράρχη της Ζακύνθου Χρυσόστομο και τον δήμαρχο Λουκά Καρέρ οι οποίοι όταν διατάχθηκαν από τους Ναζί να παραδώσουν τον κατάλογο των εβραίων του νησιού τους έδωσαν ένα χαρτί με τα ονόματά τους. Καλά είναι να θυμόμαστε την έγγραφη διαμαρτυρία του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού (ο οποίος προφανώς δεν διάβαζε την εποχή που υπάνθρωποι βασάνιζαν και σκότωναν συνανθρώπους μας), μια μοναδική πράξη αντίστασης στο Ολοκαύτωμα σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη.
Καλά είναι να τα θυμόμαστε όλα αυτά, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο ποσοστό καταστροφής των εβραϊκών της πληθυσμών (κάπου 86%) κάτι που δεν μπορούσε να γίνει χωρίς την ευρύτατη συμμετοχή και συνεργασία των συνελλήνων τους.
Δεν ήταν μόνο ο αντισημιτισμός, ο ρατσισμός κατά των Εβραίων που εκδηλώθηκε πολλές φορές στην ελληνική ιστορία κι έχει υφανθεί σφιχτά στην παράδοσή μας. Ήταν και ο μύθος του «πλούσιου οβριού», ο μύθος του «Λεόν», όπως απεικονίζεται στο βιβλίο, ο οποίος έχασε τη ζωή του γιατί ως Εβραίος θεωρήθηκε πλούσιος κι άξιος να ληστευθεί.
Το βιβλίο του Μιχάλη Πιτένη βαδίζει στα δύσκολα μονοπάτια μιας εξαιρετικά σκληρής και σε πολλά ανεξιχνίαστης περιόδου της ελληνικής ιστορίας. Υφαίνει ανθρώπινες ιστορίες γύρω από τον ιστορικό κορμό φωτίζει ουσιαστικές λεπτομέρειες τους εμφύλιου σπαραγμού που δεν είναι άλλες από τις ανθρώπινες πτυχές: την απληστία, την εκδίκηση τον έρωτα και κάπου-κάπου τη λαγνεία. Οι χαρακτήρες του είναι τραχείς, σχεδόν ιδεοτυπικοί. Ο Παναγιώτης Αργυρίου παραμένει Παναγιώτης σε όλο το βιβλίο. Δεν πολιτεύεται, χρησιμοποιεί την πολιτική. Δεν είναι ιδεολογικά ταγμένος με τους κατακτητές, τους χρειάζεται για τους εκκρεμείς λογαριασμούς του: τα γραμμάτια που έχει από τους συγχωριανούς του. Δεν βοηθά, εκμεταλλεύεται. Δεν κάνει ποτέ έρωτα, βιάζει.
Ο Παναγιώτης Αργυρίου είναι ο κλασσικός δοσίλογος που και με τους κατακτητές και μετά την απελευθέρωση διαφεντεύει τον τόπο κερδοσκοπεί από τις ανάγκες των ανθρώπων.
Εδώ έχω την μοναδική ένσταση για τον μύθο που πλέκει ο Μιχάλης. Όχι πως δεν υπήρξαν αυτοί οι δοσίλογοι. Υπήρξαν και οι περισσότεροι ήταν χειρότεροι, από τον χειρότερο που περιγράφεται στα «Υγρά ίχνη της μνήμης». Δεν ξέρω όμως πόσο βοηθά η συνεχιζόμενη ιδεοτυπική αναπαράστασή τους.
Να εξηγηθώ. Ο Μιχάλης, όπως κι εγώ, ανήκουμε σ’ αυτό που οι Φατμέ τραγούδησαν ως «της μεταπολίτευσης χαμένη γενιά». Μεγαλώσαμε ανάμεσα σε δύο μυθολογικές αναγνώσεις της ιστορίας. Μέχρι το δημοτικό και από την επίσημη ιστορία μάθαμε για τα εγκλήματα των μεν. Φουσκωμένα, διαστρεβλωμένα, δεν έχει σημασία. Από την μεταπολίτευση και μετά μάθαμε για τα εγκλήματα των νικητών. Η κυρίαρχη άποψη της ελληνικής ιστοριογραφίας ξέφυγε από το άσπρο-μαύρο του μετεμφυλιακού κράτους για να μεταμορφωθεί μαύρο-άσπρο της μεταπολίτευσης. Σ’ αυτή την κρίσιμη περίοδο της ελληνικής ιστορίας το γκρίζο δεν υπάρχει. Υπάρχουν οι πολύ καλοί (που μπορεί να έκαναν κάποια λαθάκια) και υπάρχουν και οι πολύ κακοί οι οποίοι δεν έκαναν λάθη, αλλά μόνο εγκλήματα.
Σ’ αυτό το διχασμό οι περισσότεροι της γενιάς μας πήραν αυτόματα θέση υπέρ του ενός άσπρου. Λογικό είναι: στη δίνη της μεταπολίτευσης ένας έφηβος δεν μπορεί να επαναστατήσει ενάντια στον κυρίαρχο μύθο της νιότης του. Μόνο που ο αντίπαλος μύθος, εκείνος που τη δεκαετία του ’70 ήταν επανάσταση, έγινε κατεστημένος μύθος. Χειρότερα: έγινε βρόγχος όχι μόνο στην ιστοριογραφία, αλλά σε όλες τις κοινωνικές επιστήμες ακόμη και στις τέχνες.
Θαρρώ πως το χρέος της δικής μας γενιάς δεν είναι πλέον να ταχθούμε υπέρ, να αναπαράξουμε, αν θέλετε μία από τις μυθολογικές αναγνώσεις. Δεν είναι καν να τις παντρέψουμε. Θα βγει ένας γάμος σαν της Αλέκας και του Παναγιώτη, που ο Μιχάλης περιγράφει στο βιβλίο του. Χρέος μας είναι να κάνουμε την τομή αυτών των δύο μυθολογικών αναγνώσεων να αναζητήσουμε την αλήθεια.
Παρένθεση: ξεκίνησε μια τέτοια προσπάθεια από μια φουρνιά νέων ιστορικών (όπως είναι ο Στάθης Καλύβας, ο Νίκος Μαρατζίδης και ο δικός μας Θανάσης Καλλιανιώτης), αλλά η συζήτηση πολλές φορές παρεκτρέπεται σε ύβρεις περί αναθεωρητών της ιστορίας, περί προσπάθειας εξιλέωσης των ταγματασφαλιτών κ.λ.π.
Η αλήθεια όμως είναι μία: σε τέτοιες οριακές ιστορικές περιόδους βγαίνουν τα χειρότερα των ανθρώπων. Ακόμη κι εκείνων που αγωνίζονται ή νομίζουν ότι αγωνίζονται για αγαθούς σκοπούς. Αυτή την περίοδο πρέπει να την φωτίσουμε απ’ όλες τις πλευρές χωρίς τον φόβο του χωροφύλακα και το πάθος του γκαουλάϊτερ (του καθοδηγητή).
Χρέος, λοιπόν, της δικής μας γενιάς είναι να ξαναφτιάξουμε όλα τα τραγούδια της μετεμφυλιακής περιόδου, να ξαναγράψουμε τα βιβλία της, όχι για να ισορροπήσουμε μεταξύ των δύο απόψεων, αλλά να φωτίσουμε τα σκοτεινά τους σημεία έτσι ώστε να μην τα επαναλάβουμε.
«Αυτός ήταν ο δρόμος του. αυτόν ήθελε να πάρει για να φτάσει κάποτε στη Θεσσαλονίκη. Έτσι πίστευε πως θα ‘κλεινε ο κύκλος. Έτσι ήλπιζε πως θα ξέφευγε από τους εφιάλτες του. Να γυρίσει εκεί απ’ όπου είχαν φύγει οι δικοί του το 1943, σαρανταδύο χρόνια μετά. “Η μνήμη δεν πρέπει να χαθεί” συλλογιζόταν κάθε φορά που ένοιωθε κουρασμένος. “Η μνήμη επιστρέφει εκεί που ξεκίνησε για να βρει τη γαλήνη της”. Κι αυτό έκανε: ακολουθούσε τα υγρά ίχνη της μνήμης.»
Αυτόν τον δρόμο που περιγράφει ο Μιχάλης Πιτένης πρέπει να πάρουμε, εμείς που κατά τους «Φατμέ» «χούντα δεν γνωρίσαμε μα ούτε λευτεριά». Εμείς οι της γενιάς της μεταπολίτευσης πρέπει να ακολουθήσουμε τα «υγρά ίχνη της μνήμης» όσο παραμένει υγρή και πριν τα σκληρά δόγματα την κάνουν σαν τα μούτρα τους…
Παρουσίαση του μυθιστορήματος του Μιχάλη Πιτένη «Τα υγρά ίχνη της μνήμης» (εκδόσεις Μεταίχμιο 2002), στο Κοβεντάρειο Ίδρυμα Κοζάνης. 20.11.2005