Ντροπή αποτελούν όσα τηλεοπτικά ακολούθησαν την ήττα με 1-4 της Εθνικής μας με την αντίστοιχη ομάδα της Τουρκίας.
Δεν ήταν ντροπή ο αγώνας, ούτε το σκορ που στενοχώρησε όλους τους φίλαθλους Ελληνες. Το ποδόσφαιρο κάποτε μας χαροποιεί και κάποτε μας θλίβει. Ντροπή αποτελούν όσα τηλεοπτικά ακολούθησαν την ήττα με 1-4 της Εθνικής μας με την αντίστοιχη ομάδα της Τουρκίας στο γήπεδο «Καραϊσκάκη». Η συνεπικουρούμενη από τη μισή κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος κι έναν υπουργό, υστερία των καναλιών.
Οι τίτλοι που σημάδευαν τα ρεπορτάζ δεν ήταν υπερβολικοί. Ηταν χυδαίοι ακόμη και για εκείνα τα αθλητικά φύλλα που ειδικεύονται στη χυδαιότητα: «Εθνικό βατερλό», «εθνική ντροπή», «εθνικός διασυρμός», «τουρκικός εφιάλτης» κ. λπ. Κι όλα αυτά επί ημίωρο στα «σοβαρά» κεντρικά δελτία ειδήσεων.
Από μια άποψη η προχθεσινή χυδαιότητα είναι η αντιστροφή της ύβρεως που ακολούθησε τη νικηφόρο πορεία της Εθνικής μας στα γήπεδα της Πορτογαλίας. Γράφαμε, λοιπόν το 2004, με αφορμή τη νίκη επί της εθνικής Γαλλίας: «Ηταν μεγάλη η νίκη της Εθνικής μας ομάδας. Να τη χαρούμε και να την πανηγυρίσουμε. Να ελπίσουμε και σε ανώτερα. Μέχρις εκεί όμως. Το να εξαγάγουμε τόσο γενικευμένα συμπεράσματα για την πορεία της χώρας επειδή έπιασε η κεφαλιά του Αγγελου Χαριστέα ενέχει τεράστια υπέρβαση. Οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή την επόμενη φορά η μπάλα μπορεί να πάει ένα μέτρο πάνω από τα δοκάρια.» («Η επανίδρυση του έθνους;» 29.6.2004)
Τότε οι ομιλούσες κεφαλές αναφέρονταν σε «εθνική παλιγγενεσία» επειδή κερδίσαμε τη Γαλλία. Η έπαρση εκείνης της περιόδου μεταμορφώθηκε σε θρήνο τώρα. Τα ίδια άτομα που είχαν αναγάγει τη νίκη σε γονιδιακό χαρακτηριστικό των Ελλήνων (ναι, ακούστηκαν και τέτοια τότε) σχίζουν τώρα τα ιμάτιά τους. Προφανώς για τη μετάλλαξη. Εκείνοι που βάφτισαν τον Ρεχάγκελ «Οτο ο Ελληνας», προχθές έβριζαν τον «Γερμανό που ντρόπιασε τους Ελληνες». Η ίδια υπερβολή από την ανάποδη. Το ίδιο έργο με αντίστροφο κρεσέντο.
Πρέπει να υποψιαστούμε, λοιπόν, πως οι θαμώνες των τηλεοπτικών πάνελ ούτε χαίρονται στις νίκες ούτε θλίβονται στις ήττες. Μάλλον ψάχνουν για ρόλο στο σόου που ανεβαίνει κάθε βράδυ στις οκτώ. Και γι’ αυτό φορούν τις αντίστοιχες των γεγονότων μουτσούνες. Πότε δηλώνουν συντετριμμένοι για την κατάπτωση των ηθών, πότε ανησυχούν για τον αφελληνισμό των Eλληνόπουλων και κατά καιρούς συναγωνίζονται σε ύμνους για το «μεγαλείο της φυλής» αν κάποιος συμπατριώτης μας πετύχει κάτι αξιόλογο.
Αυτό όμως δεν είναι η Ελλάδα, η χώρα που κάποιοι βαφτίζουν υπερβολική. Αυτό είναι η τηλεοπτική της καρικατούρα. Μια καρικατούρα που έχει υπουργούς να συμμετέχουν στο «καφενείο των φιλάθλων», βουλευτές να θρηνούν για τη «χαμένη τιμή» της εστίας του Νικοπολίδη, σχολιαστές που δεν είχαν να πουν μια κουβέντα για τη μεγάλη απώλεια του Γρηγόρη Φαράκου, αλλά ανέλυαν πώς έχασε την μπάλα ο Δέλλας. Αυτά τα κανάλια έχουμε, αλλά θέλουμε να ελπίζουμε ότι η χώρα μας είναι κάπως καλύτερη.
Ε, λοιπόν, η Ελλάδα έχει σοβαρότερα από το ποδόσφαιρο στοιχήματα να παλέψει. Καλά θα ήταν να κερδίζαμε, αλλά δεν καταστραφήκαμε επειδή χάσαμε. Αντιθέτως μπορεί να καταστραφούμε αν η οικονομία δεν αποκτήσει την παραγωγικότητα που οι καιροί απαιτούν, αν η παιδεία μας συνεχίσει να μη φτιάχνει ολοκληρωμένους πολίτες και καλούς τεχνοκράτες, αν συνεχίσουμε να υποβαθμίζουμε το περιβάλλον και αν συνεχίσουν οι αρχαιολογικοί χώροι να παραμένουν κλειστοί τις αργίες, όταν μάλιστα θέλουμε τον τουρισμό να γίνει η βαριά βιομηχανία της χώρας.
Μπορούν λοιπόν όλοι οι εθνικοί κήνσορες να μας αφήσουν ήσυχους για να γυρίσουμε νηφάλιοι στις δουλειές μας;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 27.3.2007