Ένα χρόνο μετά τους Ολυμπιακούς, το βιβλίο του κ. Ηλία Κανέλλη μας βοηθά να δούμε και τις καλές και τις άσχημες πλευρές του «ελληνικού καλοκαιριού»
Πόσο γρήγορα λησμονήσαμε τους αξέχαστους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας! Τέτοιες ημέρες το περασμένο καλοκαίρι όλη η Ελλάδα ζούσε στους ρυθμούς των Ολυμπιακών. Φιλοξενήσαμε και ζήσαμε το παγκόσμιο υπερθέαμα, είδαμε, διαβάσαμε και ακούσαμε πολλά για την όντως επιτυχή διοργάνωση η οποία τίμησε τη χώρα μας. Όχι μόνο τα καταφέραμε, αλλά τα καταφέραμε καλά. Κι έμειναν κοινό κτήμα τόσα έργα υποδομής στη χώρα και άλλα τόσα (αθλητικές εγκαταστάσεις) που μάλλον δεν ξέρουμε τι να τα κάνουμε. Όσα είδαμε και όσα σχολίασαν τα ρεπορτάζ όλων των μέσων ενημέρωσης και η επίσημη αρθρογραφία ήταν η φαντασμαγορική όψη των Αγώνων και θα ήταν περιττός ο περαιτέρω σχολιασμός τους. Υπήρξαν όμως και γεγονότα που κάθε άλλο παρά μας τιμούσαν και τα οποία τα κρύψαμε κάτω από το χαλί.
Όμως οι Ολυμπιακοί της Αθήνας ήσαν όλα: Και η άψογη διοργάνωση και η Ελλάδα του κ. Δημήτρη Παπαϊωάννου, αλλά και το κρυφτούλι των κ.κ. Κεντέρη – Θάνου, το ντόπινγκ, τα πανό του ΚΚΕ στην Ακρόπολη, τα γιουχαΐσματα ξένων αθλητών στο ΟΑΚΑ, και όταν πια μείναμε μόνοι μας, χωρίς τους ξένους επισκέπτες, η κλωτσοπατινάδα των εθελοντών για τα δωρεάν κινητά.
Αυτές τις πλευρές των Ολυμπιακών, που άλλοι θέλουν να ξεχάσουν κι άλλοι θυμούνται με την αυτιστική υπερηφάνεια που έχουμε ως ξεχωριστό έθνος το οποίο λογοδοτεί μόνον στην ιστορία, κατέγραψε με εκπληκτική οξυδέρκεια η πένα του γνωστού δημοσιογράφου κ. Ηλία Κανέλλη στο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο «Εθνοχουλιγκανισμός» (Εκφράσεις της Νεοελληνικής Ιδεολογίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004 της Αθήνας), από τις εκδόσεις «Οξύ».
Πρόκειται για μια σειρά κριτικών κειμένων τα οποία δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Κήρυξ» των Χανίων. Διευθυντής της εφημερίδας εκείνη την περίοδο ήταν ο παλαιός συνεργάτης της «Απογευματινής» κ. Μανώλης Βασιλάκης ο οποίος προλογίζει το βιβλίο. Η έκδοση κλείνει με ένα επίμετρο του κ. Στέφανου Κασιμάτη και συμπληρώνεται με ένα αναλυτικό χρονικό των γεγονότων που τροφοδότησαν τον εθνοχουλιγκανισμό.
«Μια κατάθεση ελεύθερου στοχασμού στη χώρα της πνευματικής ανελευθερίας, της ολοκληρωτικού τύπου επιβολής των “εθνικών” απόψεων και “ζωτικών μύθων” είναι κάτι πολύ σημαντικό και διόλου αυτονόητο”, αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. «Μια μάχη για την ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της έκφρασης, που είναι ένα πανανθρώπινο δικαίωμα, το οποίο δυστυχώς ποτέ δεν κατακτάται οριστικά, διότι οι “πλειοψηφίες”, οι “εθνικά σκεπτόμενες” λεγεώνες των κατά φαντασίαν “αντιστεκόμενων”, οι ισχυρότατες δυνάμεις του αναχρονισμού, είναι έτοιμες να ακολουθήσουν μια νέα “μεγάλη” ιδέα, δηλαδή συνήθως μια ύβρι για την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό.»
Πώς όμως να ερμηνεύσει κανείς τον εθνοχουλιγκανισμό χωρίς τα αριστερορθόδοξα και «ελληνορθόδοξα» ιδεολογήματα μιας «ρωμιοσύνης» που ιππεύει την υφήλιο και αντιστέκεται στην πραγματικότητα; Η θέση του συγγραφέα είναι τολμηρή, ελάχιστα δημοφιλής, αλλά μοιάζει τόσο πολύ με εκείνην του Παλαμά για τους Ολυμπιακούς του 1896: «Αι σκιαί των προγόνων παρέσυραν τον αγαθόν Αβέρωφ να εξοδεύση τα εκατομμύριά του διά τα στάδια και τους ολυμπιακούς και τον ελληνισμόν να φρενητιά εις τας Αθήνας διά τα πόδια του Λούη, ως να είχεν ανακτήση -το ολιγώτερον- την Κωνσταντινούπολιν». Πώς να μη θυμηθούμε ότι κάθε ποδοσφαιρική νίκη λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς του 2004 και κάθε μετάλλιο κατά τους Ολυμπιακούς ήταν ένα έπος του ‘40; Και ότι μια ήττα σ’ ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι πέρυσι σημαδεύτηκε από αιματηρό εθνοχουλιγκανισμό και μια δολοφονία, σαν να ήταν ήττα εθνική σε έναν πόλεμο!
Ένα χρόνο μετά, το βιβλίο του κ. Ηλία Κανέλλη μας βοηθά να δούμε -αν θέλουμε να τις δούμε- όλες τις πλευρές της πραγματικότητας και τις άσχημες πλευρές του μικρομικρού Έλληνα που έγινε μικρομεσαίος.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 3.7.2005