Η διαπλοκή έχει κάποιο κόστος (το οποίο αυξάνει με τους νόμους περί διαφάνειας), αλλά έχει και κάποια οφέλη. Καιρός είναι να στοχεύσουμε στη μείωση του οφέλους, που σημαίνει λιγότερες ευκαιρίες διαπλοκής, δηλαδή λιγότερο κράτος.
Φτου, και πάλι από την αρχή! Η συζήτηση για την διαπλοκή φουντώνει στους καφενέδες και τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ και το κουτσομπολιό δίνει και παίρνει. Ο δημόσιος διάλογος στην μετά-Μπαϊρακτάρη εποχή, έχει κάτι από το παρελθόν. Την απλοποίηση ενός δαιδαλώδους φαινομένου σε τρία ονόματα.
Η απλοποίηση βέβαια πολύπλοκων φαινομένων είναι χαρακτηριστικό του δημόσιου διαλόγου στη χώρα. Αυτό είναι, εν μέρει, φυσικό. Υποβιβάζοντας την ανάλυση σε τρία ονόματα είναι ευκολότερο να περιγράψουμε το πρόβλημα, και απείρως ευκολότερο να το καταλάβουν οι ψηφοφόροι. Μόνο που έτσι δεν αντιμετωπίζεις το αγκάθι της διαπλοκής. Λύνεις το πρόβλημα που έχεις πλάσει.
Όλοι γνωρίζουμε ότι στη χώρα υπάρχει πρόβλημα διαπλοκής. Μικρότερο πιθανότατα απ’ όσο θρυλείται (η φαντασία μας καλπάζει και ανάγουμε τα πάντα σ’ αυτή) αλλά μεγαλύτερο απ’ όσο αντέχει η οικονομία και η χώρα. Έτσι, και στο παρελθόν υπήρξαν πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση της. Θεσπίστηκε (συνταγματικά μάλιστα!) ο βασικός μέτοχος. Τα πολιτικά κόμματα άρχισαν να χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό, για να μην χρηματοδοτούνται από τρίτους. Αρχισε να μπαίνει πλαφόν στα πάντα: από τις προεκλογικές δαπάνες των βουλευτών μέχρι και στο πόσες φορές θα εμφανίζονται στα ΜΜΕ. Το αποτέλεσμα ήταν ελλιπές. Κι αυτό όχι μόνο γιατί τα μέτρα ήταν ατελή, αλλά γιατί ρύθμιζαν μόνο ένα κομμάτι της εξίσωσης.
Ας δούμε ψυχρά τα πράγματα: Η διαπλοκή είναι κατά βάση μια οικονομική πράξη. Ανήθικη μεν, ορθολογική δε. Έχει για τους διαπλεγμένους κάποιο κόστος και κάποιο όφελος. Κάποιοι επενδύουν Χ ευρώ στα ΜΜΕ με σκοπό να ωφεληθούν Χ+1 από τις συναλλαγές με το κράτος. Το σύστημα, μάλιστα, αναγκάζει όλους τους συναλλασσόμενους με το κράτος να εμπλακούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Έστω για λόγους «fair play». Από την στιγμή που υπάρχει ένας διαπλεκόμενος στην αγορά, πρέπει να γίνουν όλοι. Αλλιώς δεν επιβιώνουν.
Οι πολιτικοί μέχρι σήμερα προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα μόνο στο σκέλος του κόστους. Έκαναν δηλαδή πιο δύσκολη, και συνεπώς πιο ακριβή την διαπλοκή. Όλα τα μέτρα είναι προσανατολισμένα προς αυτή την κατεύθυνση: και ο βασικός μέτοχος (επιβάρυνε το κόστος ιδιοκτησίας των ΜΜΕ), και η χρηματοδότηση των κομμάτων (κάνει πιο ακριβή την πιθανή εξαγορά τους), και τα πλαφόν σε δαπάνες κι εμφανίσεις των υποψηφίων (αυξάνει δια των ποινών το πιθανό κόστος). Καλά κι άγια είναι όλα αυτά, αλλά δεν αρκούν διότι δεν αντιμετωπίζεται το κομμάτι της ωφέλειας. Το άλλο σκέλος της εξίσωσης είναι η μείωση των πιθανών κερδών της διαπλοκής.
Κακά τα ψέματα. Αν μια υπογραφή ενός υπουργού αξίζει 1 εκατομμύριο ευρώ, κάθε επιχειρηματίας θα είναι διατεθειμένος να ξοδέψει 999.000, για να κάνει τη δουλειά του. Η λύση λοιπόν που συνήθως προτάσσεται είναι να ανέβει νομοθετικά το κόστος της διαπλοκής στα 999.000 ώστε να μην έχει κάποιος κίνητρο να διαπλεχθεί. Ανεβάζοντας όμως κατ’ αυτό τον τόπο το κόστος προσθέτουμε γραφειοκρατικό βάρος στην οικονομία. Οι νόμοι έχουν γενική εφαρμογή και όλοι τώρα τρέχουν στο ΕΣΡ για να πάρουν πιστοποιητικά διαφάνειας. Φυσικά, αυτό δεν είναι ότι καλύτερο για μια οικονομία που έχει ανάγκη επενδύσεων.
Το ζήτημα λοιπόν είναι ότι εκτός από την αύξηση του κόστους της διαπλοκής, πρέπει να μειώσουμε και τα οφέλη της. Πρέπει δηλαδή να σμικρύνουμε το έπαθλο της, το οποίο είναι η αξία της υπογραφής των υπουργών. Αυτό σημαίνει αυτόματα λιγότερο κράτος και περισσότερη αγορά.
Ένα παράδειγμα: Τα τελευταία χρόνια ακούστηκαν πολλά για την διαπλοκή στον ΟΤΕ. Χωρίς να εξετάζουμε ποια είναι αληθή και ποια όχι, οι καταγγελίες προϊόντος του χρόνου άρχισαν να μειώνονται. Έγιναν πιο ηθικοί οι πολιτικοί και οι προμηθευτές επιχειρηματίες; Προφανώς όχι, αλλά είχε αρχίσει να μειώνεται η συμμετοχή του κράτους στον οργανισμό. Και η χρηματική αξία της υπογραφής του υπουργού σμικρύνθηκε, αλλά και χιλιάδες επενδυτές έγιναν οιονεί ελεγκτές της πορείας της επιχείρησης.
Ας το πάρουμε απόφαση. Όσο υπάρχει μεγάλο κράτος θα υπάρχει και μεγάλη διαπλοκή. Όσο οι υπογραφές των υπουργών αξίζουν δισεκατομμύρια, δισεκατομμύρια θα διακινούνται αδιαφανώς. «Όταν οι αγορές και οι πωλήσεις ρυθμίζονται από τους νομοθέτες, οι πρώτοι προς αγορά και πώληση είναι οι ίδιοι οι νομοθέτες», είχε πει κάποτε ο Π. Τζ. Ο’Ρούρκ. Μήπως λοιπόν μαζί με τους νόμους περί διαφάνειας πρέπει κι εμείς να κοιτάξουμε προς την άλλη κατεύθυνση;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 12.10.2004