«Ναι, κάποτε βλέπαμε τη “17 Νοέμβρη” ως κοινωνική πρωτοπορία, μα κάναμε λάθος μεγάλο. Ήμασταν νέοι και είχαμε ψευδαισθήσεις. Τώρα αποκτήσαμε λογική…»
Ήταν μια εποχή δύσκολη και συνάμα για πολλούς γοητευτική. Η δικτατορία είχε πέσει από το βάρος των ανομημάτων της και οι περισσότεροι νέοι τής τότε Αριστεράς φλογισμένοι από επαναστατικό πάθος έβλεπαν και συζητούσαν την εναλλακτική δυνατότητα της ένοπλης πάλης. Ήταν πεπεισμένοι από το δόγμα πως «πραγματική αλλαγή εντός του αστικού κράτους δεν γίνεται». Έβλεπαν την σοσιαλδημοκρατία ως «τερτίπια των καπιταλιστών για να εκτονώσουν τις λαϊκές μάζες». «Ήξεραν» πως μια σοσιαλιστική κοινωνία δεν κτίζεται παρά με όπλα κι αίμα. Έβλεπαν τους «εκτελεστές της 17 Νοέμβρη» ως «συντρόφους» – κάποιοι τους θεώρησαν «βιαστικούς», οι περισσότεροι ως «πρωτοπορία κι εφεδρεία της επερχόμενης επανάστασης». Όλοι συζητούσαν για «ένοπλο αγώνα» κι όλοι τον πόθησαν. Κάποιοι ζηλωτές τον ακολούθησαν. Οι υπόλοιποι, φωναχτά τις περισσότερες φορές, τον επικροτούσαν…
Τα χρόνια πέρασαν και οι μύθοι διαλύθηκαν μαζί με το Τείχος που κάποτε χώριζε το Βερολίνο. Κάποιοι από τους οπαδούς της επανάστασης είχαν ήδη κρυφτεί πίσω από ακριβά κοστούμια, πολλοί στελέχωσαν τον κρατικό μηχανισμό και κάποιοι λίγοι παρέμειναν στα Εξάρχεια, γραφικές φιγούρες κι οπαδοί της «νυν και αεί αναμενόμενης επανάστασης». Το πρόβλημα είναι πως η συντριπτική πλειοψηφία συνέχισε να ιερουργεί ανέξοδα με επαναστατική φρασεολογία. Μόνο που τώρα ανάμεσα στις λέξεις υπήρχε πάντα η γεύση ενός Κοχίμπα κι ενός Μόλτ Ουίσκι. Όλοι διατήρησαν τον πόθο της επανάστασης, όχι πλέον ως αίτημα αλλαγής της κοινωνίας, αλλά ως σπονδή στη λίμπιντο που χάθηκε.
Κάποιους απ’ αυτούς σήμερα τους βλέπουμε στα κανάλια να δηλώνουν πως πάντα ήταν ενάντια στην «ατομική τρομοκρατία», νεότεροι ρητόρευαν για την ανάγκη της – άσχετα αν τότε την ονόμαζαν «ένοπλη πάλη». Αποκηρύσσουν (και η λέξη «αποκήρυξη» δεν είναι τυχαία) τη νιότη τους με τον πιο άνανδρο τρόπο. Ο δρόμος της ανδρείας και της κοινωνικής προσφοράς θα ήταν μόνο ένας: «Ναι, κάποτε βλέπαμε τη “17 Νοέμβρη” ως κοινωνική πρωτοπορία, μα κάναμε λάθος μεγάλο. Ήμασταν νέοι και είχαμε ψευδαισθήσεις. Τώρα αποκτήσαμε λογική…»
Υ.Γ.: «Εκτελεστής (ο) ουσ. [<εκτελώ] αυτός που εκτελεί κάτι, \\ που έχει εντολή να εκτελέσει κάτι...», «Δολοφόνος (ο, η) ουσ. [<αρχ. Δόλος + φένω (=φονεύω)] ο δράστης προμελετημένης δολοφονίας....» Από το «Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλος – Φυτράκης» (1993). Έτσι, για να μπορούμε κάποτε να συνεννοηθούμε σ’ αυτόν τον τόπο…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 6.8.2002