Το φαινόμενο να σταματούν τα μαθήματα, δήθεν για εξομολόγηση, δεν συνάδει με μια σύγχρονη παιδεία.
Θέμα ταυτοτήτων προσπαθούν εκ νέου να ανοίξουν κάποιοι, με αφορμή την εξομολόγηση στα σχολεία. Οι αναλογίες με την προηγούμενη σύγκρουση της Εκκλησίας με το Κράτος είναι ενδεικτικές. Οπως την προηγούμενη φορά, η υπόθεση ξεκινά από μια ανεξάρτητη αρχή. Το 2000 ήταν η απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, τώρα ο Συνήγορος του Πολίτη. Και στις δύο περιπτώσεις η κυβέρνηση εκλήθη να υπερασπιστεί το ανεξίθρησκον του κράτους και ανταποκρίθηκε. Και τις δύο φορές οι αντιδράσεις εκκλησιαστικών κύκλων είναι οξείες.
Τα γεγονότα πρώτα. Ο Συνήγορος του Πολίτη -μια συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη αρχή- έπειτα από προσφυγές γονέων απεφάνθη το προφανές: ότι ο χώρος του δημόσιου σχολείου δεν ενδείκνυται για εξομολογήσεις ή την τέλεση άλλων μυστηρίων. Ορθότατα λοιπόν το υπουργείο Παιδείας εξέδωσε εγκύκλιο, ζητώντας από τους διευθυντές των σχολείων (δηλαδή από τους υπαλλήλους της Πολιτείας) να σταματήσουν να καλούν ιερείς στο σχολείο για να γίνεται εξομολόγηση σε ώρες μαθημάτων.
Εδώ υπάρχει ένα λεπτό σημείο που πρέπει να ξεκαθαρίσει: Σε αντίθεση με όσα «θρησκεγερτικά» δήλωσε ο πρωτοσύγκελλος της Αρχιεπισκοπής π. Θωμάς Συνοδινός δεν τίθεται θέμα «εξοστρακισμού της Εκκλησίας από τα σχολεία και την κοινωνία». Απλώς το υπουργείο Παιδείας, ως οφείλει, έδωσε εντολή να διαφυλαχθεί το… ωρολόγιο πρόγραμμα διδασκαλίας.
Το φαινόμενο να σταματούν τα μαθήματα, δήθεν για εξομολόγηση, δεν συνάδει με μια σύγχρονη παιδεία. Γι’ αυτό και απλώς έδωσε εντολή στους διευθυντές των σχολείων να κάνουν τη δουλειά τους. Και δουλειά τους δεν είναι οι εξομολογήσεις ή τα βαφτίσια, αλλά να εξασφαλίζουν ότι τα παιδιά θα μαθαίνουν όσο περισσότερα γράμματα γίνεται. Δεν τίθεται καν ζήτημα ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης. Είναι ένα απλό ζήτημα εύρυθμης λειτουργίας των σχολείων. Μετά το πέρας των μαθημάτων, οποιοσδήποτε μπορεί να απευθυνθεί στον πνευματικό του για να εξομολογηθεί. Σε μια κοινωνία που θα λειτουργούσε υπό κανονικές συνθήκες δεν θα έπρεπε να υπάρχει τέτοια εγκύκλιος. Επρεπε να θεωρείται αυτονόητο ότι οι δημόσιοι λειτουργοί παλεύουν να μεγιστοποιήσουν το εκπαιδευτικό τους έργο και οι θρησκευτικοί λειτουργοί να προσελκύουν νέους στην Εκκλησία. Με άλλα λόγια, και οι διευθυντές δεν καλούσαν ιερείς στα σχολεία, αλλά ούτε οι ιερείς θα πήγαιναν. Η εξομολόγηση, όπως και όλα τα υπόλοιπα μυστήρια της Εκκλησίας, πρέπει να γίνονται στους ναούς. Οπως, υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν θα τελούσαν το μυστήριο του γάμου σε ένα μπαρ ή της βάπτισης σε ένα καφενείο, έτσι θα έπρεπε και η εξομολόγηση να γίνεται στους ναούς.
Κάποιοι δήλωσαν ότι η Πολιτεία όφειλε πρώτα να «συζητήσει» (δηλαδή να διαπραγματευθεί) το θέμα με τους αρμόδιους εκκλησιαστικούς φορείς. Κάνουν λάθος διότι το θέμα δεν αφορά καν τις σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας. Αφορά αποκλειστικά το ωρολόγιον πρόγραμμα των σχολείων το οποίο διαμορφώνεται από το υπουργείο Παιδείας.
Με άλλα λόγια, όπως δεν συζητήθηκε στην Ιερά Σύνοδο πόσες ώρες φυσική ή γεωγραφία θα διδάσκεται σε κάθε σχολικό έτος, έτσι δεν πρέπει να συζητηθεί, αν τις ώρες των μαθημάτων τα παιδιά θα εξομολογούνται ή θα κάνουν «ναμάζι» προς την κατεύθυνση της Μέκκας. Διότι αν θεωρηθεί ότι μέρος του ωρολόγιου προγράμματος ενός σχολείου είναι η εξομολόγηση, τότε στο πλαίσιο της ισοπολιτείας θα πρέπει το σχολείο να διακόπτει κάθε φορά που ο Χότζας θα καλεί σε προσευχή.
Το υπουργείο Παιδείας, με την εγκύκλιό του, απλώς θεσμοποιεί το προφανές. Δεν χρειάζονται ούτε κραυγές ούτε υστερίες για την εφαρμογή του αυτονόητου.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 7.9.2006