Κάθε φορά που οι εφημερίδες δημοσίευαν ένα από τα μακροσκελή παραληρήματα της οργάνωσης «17 Νοέμβρη» η κυκλοφορία τους εκτινασσόταν στα ύψη.
Κάθε φορά που οι εφημερίδες δημοσίευαν ένα από τα μακροσκελή παραληρήματα της οργάνωσης «17 Νοέμβρη» η κυκλοφορία τους εκτινασσόταν στα ύψη. Αυτό είναι ένα φαινόμενο που απαιτεί κάποια (ψυχ)ανάλυση. Η αλήθεια είναι πως οι συγκεκριμένες σεντονιάδες ουδένα ενδιαφέρον εμπεριείχαν. Ως κείμενα ήταν κακογραμμένα. Ως αναλύσεις της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας παραήταν φτωχές — τέτοιου είδους αναλύσεις έχουν απορρίψει εκατοντάδες οι διευθυντές εφημερίδων. Ως άρθρα, παραήταν μεγάλα και δεν είχαν κάτι ουσιαστικό να πουν – τέτοια προσπερνούν δεκάδες καθημερινά οι αναγνώστες σε όλες τις εφημερίδες. Γιατί όμως οι κυκλοφορίες ανέβαιναν αναγκάζοντας τους διευθυντές των εφημερίδων να … πανηγυρίζουν κάθε φορά που είχαν τα κείμενα της οργάνωσης; Όταν κάποιο έντυπο δημοσίευε μια προκήρυξη έβλεπε να εκτινάσσεται (30-40.000 φύλλα επιπλέον).
Γιατί όμως οι αναγνώστες ανέβαζαν τις κυκλοφορίες των εφημερίδων κάθε φορά που ένα ματωμένο κείμενο δημοσιευόταν σ’ αυτές; Η αντίδραση μάλλον θα πρέπει να είναι η ίδια που μας κάνει να κόβουμε ταχύτητα κάθε φορά που βλέπουμε τροχαίο. Η οσμή του αίματος πουλάει.
Πριν δέκα περίπου χρόνια ο Θίοντορ Καζίνσκι, τότε γνωστός μόνο ως «Unabomber», έβαλε το πιστόλι στον κρόταφο των διευθυντών των εφημερίδων «Νιου Γιόρκ Τάιμς» και «Ουάσινγκτον Ποστ». Για να σταματήσει την αιματηρή δράση του, απαίτησε να δημοσιευτεί ένα μακροσκελές παραλήρημα στις δύο εφημερίδες. Ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση τότε στα αμερικανικά ΜΜΕ. Πολλοί ισχυρίστηκαν πως η σεντονιάδα του φονιά δεν είχε κανένα δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, άλλοι τόνισαν πως μόνο οι αρχισυντάκτες επιλέγουν τα κείμενα προς δημοσίευση και κανείς – ούτε το κράτος ούτε κάποιος ιδιώτης – μπορεί να τους αναγκάσει να δημοσιεύσουν κάτι. Η στάση των διευθυντών των δύο εφημερίδων ήταν εξαιρετικά αρνητική και μετά από αρκετές πιέσεις, (ακόμη και των ομοσπονδιακών αρχών των ΗΠΑ) συναίνεσαν στη δημοσίευση του Μανιφέστου. Η κυκλοφορία των εφημερίδων αυτών δεν επηρεάσθηκε.
Στην Ελλάδα, η αλήθεια είναι, ότι ποτέ δεν είδαμε την τρομοκρατία ως απειλή. Περισσότερο σαν ένα αστυνομικό θρίλερ. Κάποιοι ηρωποίησαν τους φονιάδες, κάποιοι τους κρυφοθαύμαζαν για την αποτελεσματικότητά τους. Όλοι μας, εντυπωσιαστήκαμε από τις αστυνομικές λεπτομέρειες της υπόθεσης, και δεν είδαμε την ματοβαμμένη ουσία. Το ίδιο δεν κάνουμε και σήμερα από την αντίστροφη, ψάχνοντας τα αστυνομικά ντεσού της επιχείρησης «εξάρθρωση της τρομοκρατίας»; Μήπως, όμως, ήρθε η ώρα να συζητήσουμε κι επί της ουσίας το θέμα;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 6.7.2002