Σε όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει τώρα η χώρα, υπάρχει μια κοινή συνιστώσα του παρελθόντος. Η διαχρονική μετάθεση κόστους και ωφελειών οποιασδήποτε δράσης.
Σε όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει τώρα η χώρα, υπάρχει μια κοινή συνιστώσα του παρελθόντος. Η διαχρονική μετάθεση κόστους και ωφελειών οποιασδήποτε δράσης.
Κάπως έτσι χρεοκόπησαν ΔΕΚΟ σαν την «Ολυμπιακή»: η εταιρεία δεν όφειλε μόνο να πετά αεροπλάνα και να έχει περισσότερα έσοδα από έξοδα, έπρεπε να παράγει εθνικό, πολιτειακό και κοινωνικό έργο. Οφειλε να πηγαίνει έστω με άδεια αεροπλάνα σε μέρη που κανείς άλλος δεν θα πήγαινε, να μεταφέρει ψηφοφόρους των κομμάτων (η Δημοκρατία είναι μεγάλο πράγμα και οι εκλογές η κυριότερη έκφρασή της) να κάνει εκπτώσεις σε πολύτεκνους και άλλους αναξιοπαθούντες κ.λπ.
Μέσα, όμως, σ’ αυτό το «εθνικο-κοινωνικό-ευαίσθητο έργο» (που φυσικά δεν μπορεί να αποτιμηθεί με οικονομικούς όρους) εμφιλοχώρησαν διάφοροι δευτερεύοντες σκοποί. Οταν κάποιος αναλαμβάνει να εξυπηρετήσει το ανεκτίμητο, τα πάντα μπορεί να βαφτιστούν ανεκτίμητα. Από τη στιγμή που κριτήριο για μια αεροπορική σύνδεση δεν είναι οι στυγνοί αριθμοί (έσοδα-έξοδα), αλλά μια απροσδιόριστη κοινωνική ευαισθησία, ορθώς η «Ο.Α.» πετά παντού, ή έστω εκεί που οι πολιτικοί παράγοντες έχουν επαρκή «πειθώ» για να αποδείξουν ότι η δική τους περιοχή είναι πιο «ευαίσθητη» από άλλες.
Οι διάφορες «ευαισθησίες», λοιπόν είναι ένα εξαιρετικό όχημα μεταφοράς κόστους και ωφελειών από μία δράση. Κι όσο κι αν φανεί περίεργο, τα οφέλη δεν είναι από πάνω προς τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις, αλλά το αντίστροφο. Μακροχρόνια οι «ευαισθησίες» χρηματοδοτούν τις ομάδες που έχουν την πολιτική ισχύ για να επηρεάσουν τη ροή των χρηματοδοτήσεων. Το παράδειγμα της «Ο.Α.» είναι χαρακτηριστικό: ενώ καλούνται να την πληρώνουν όλοι διά των φόρων τους, τη χρησιμοποιούν οι μεσαίες και ανώτερες εισοδηματικές τάξεις. Ακόμη και με επιδοτούμενο εισιτήριο, ένας άνεργος, ένας συνταξιούχος, ένας νέος εργαζόμενος δεν μπορεί να δώσει 130 ευρώ για να πάει στη Θεσσαλονίκη. Πληρώνει όμως διά των φόρων του (έστω των έμμεσων) το στέλεχος της επιχείρησης, ή του δημόσιου τομέα να ταξιδέψει κάτω του κόστους (έστω της «Ολυμπιακής»).
Αυτό δεν σημαίνει ότι μια κοινωνία δεν πρέπει να έχει ευαισθησίες που να τις ικανοποιεί η κρατική πολιτική. Σημαίνει ότι οι ευαισθησίες πρέπει να εκφράζονται με καθαρούς λογαριασμούς. Ο κρατικός προϋπολογισμός πρέπει να χρηματοδοτεί απευθείας τις διάφορες πολιτικές και όχι να σκορπίζεται σε διάφορες επιμέρους δράσεις που με τον καιρό γίνονται αδιαφανείς. Αφού π.χ. έχει αποφασιστεί η στήριξη των πολύτεκνων οικογενειών, αυτό πρέπει να γίνεται με απευθείας «επιδοματική» πολιτική, και όχι με εκπτώσεις στην «Ολυμπιακή», με φθηνότερο ρεύμα από τη ΔΕΗ κ.λπ.
Διά του δεύτερου τρόπου δεν μαθαίνουμε ποτέ το κόστος μιας πολιτικής και κυρίως δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. Κάθε συζήτηση χάνεται σε άπειρες λεπτομέρειες. Ιδίως σε περιόδους φτώχειας. Τότε έχουμε το φαινόμενο της «Ομόρρυθμου Εταιρείας». Οταν διαλύεται μια Ο.Ε. όλοι θυμούνται αυτά που έχουν προσφέρει και κανείς αυτά που χρωστάει. Το αποτέλεσμα είναι «σκοτωμός».
Το ασφαλιστικό ως Ο.Ε.
Μια «Ομόρρυθμος Εταιρεία» Ο.Ε. ξεκινά σαν γάμος για να καταλήξει σαν πικρό διαζύγιο. Στο τέλος όλοι θυμούνται τι έχουν προσφέρει και κανείς τι έχει πάρει. Ετσι έγινε και με την «Ολυμπιακή»: το κράτος θυμάται τις επιδοτήσεις που έχει δώσει και οι εργαζόμενοι το κοινωνικό έργο που έχουν παράγει. Βέβαια, σε περιόδους ευημερίας το τι δίνει και τι παίρνει κάποιος από το ταμείο της Ο.Ε., μικρή σημασία έχει. Οταν αρχίζει η φτώχεια όμως αρχίζει και η γκρίνια. Και όταν δεν υπάρχουν ξεκάθαροι λογαριασμοί η γκρίνια γίνεται σύγκρουση.
Το ίδιο γίνεται και με το ασφαλιστικό. Τα αποθεματικά των Ταμείων των εργαζομένων χρησιμοποιήθηκαν διαχρονικά για την άσκηση πολλών πολιτικών. Δεν αναφερόμαστε μόνο στις «άσπρες τρύπες», ούτε στο γεγονός ότι οι εργαζόμενοι επί μακρόν χρηματοδοτούσαν διά των άτοκων καταθέσεων τις επενδύσεις των αφεντικών τους. Στο όνομα της κοινωνικής αλληλεγγύης όλες οι κυβερνήσεις έκαναν κοινωνική πολιτική με ξένα κόλλυβα.
Για παράδειγμα: η προστασία της μητρότητας είναι εθνική πολιτική. Αντί όμως να χρηματοδοτηθεί από τον προϋπολογισμό, χρηματοδοτείται από τα αποθεματικά των Ταμείων. Αντί να δοθούν επιδόματα ή πληρωμένες άδειες δόθηκαν επιπλέον χρόνια σύνταξης που φυσικά βαραίνουν τα αποθεματικά.
Δεύτερο παράδειγμα: τα βαρέα και ανθυγιεινά. Το κόστος ασφάλειας και υγιεινής των εργαζομένων, τα επιδόματα που έπρεπε να πληρώνονται σε όσους ασκούν τέτοιες εργασίες μεταφέρθηκαν κι αυτά στα αποθεματικά των Ταμείων: έγιναν επιπλέον χρόνια σύνταξης.
Ακόμη και οι εθελούσιες έξοδοι που γίνονται για να σταθούν στα πόδια τους κάποιες ΔΕΚΟ, τελικά σε μεγάλο βαθμό τις οικονομίες των εργαζόμενων βαραίνουν.
Οι κακοί λογαριασμοί όμως κάνουν τους κακούς εταίρους. Σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας, σαν αυτή που περνάμε τώρα, γίνεται της «Ομόρρυθμης Εταιρείας». Ολοι θυμούνται τι έχουν δώσει και όλοι περιμένουν να λάβουν.
Περιμένουν να λάβουν όμως ακόμη κι εκείνοι που δεν έχουν δώσει. Σε ένα ιδανικό κόσμο, παρά τους κακούς λογαριασμούς θα υπήρχαν μόνο καλές προθέσεις. Μέσα στους κακούς λογαριασμούς εμφιλοχώρησαν και πολλά ρουσφέτια σε διάφορες κοινωνικές ομάδες. Οι κυβερνήσεις, δηλαδή, δεν χρησιμοποιούσαν τα αποθεματικά των εργαζομένων μόνο για να ασκούν αγαθή κοινωνική πολιτική, τα χρησιμοποίησαν και για ίδιον πολιτικό όφελος. Πολλά (δίκαια ή άδικα) αιτήματα εργαζομένων μεταφράστηκαν σε συνταξιοδοτικές παροχές. Ετσι δημιουργήθηκε ένα νεφέλωμα ρυθμίσεων και διατάξεων όπου κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει το δίκιο από το άδικο.
Το εκπληκτικό όμως είναι ότι ο φετιχισμός του κράτους δημιουργεί την εντύπωση ότι η αφαίμαξη των χρημάτων από τα Ταμεία των εργαζομένων -είτε για λογικές κοινωνικές πολιτικές (όπως είναι η προστασία της μητρότητας), είτε για απλά ρουσφέτια- θεωρείται φιλεργατική πολιτική. Ολοι από αριστερά θέλουν το κράτος στο επίκεντρο να διαχειρίζεται τα λεφτά των εργαζομένων για να καταλήγουμε σε μια διαρκή αναμπουμπούλα ρυθμίσεων και επαναρρυθμίσεων χωρίς έρμα. Το αποτέλεσμα σήμερα δεν ξέρουμε ούτε ποιος δίνει τι, ούτε ποιος παίρνει πόσα. Μόνο ιαχές ακούμε και -όπως γίνεται στις ομόρρυθμες εταιρείες- όλοι πιστεύουν ότι είναι ριγμένοι.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 8 και 9.3.2008