Ολόκληρη η εκπαιδευτική ιδεολογία του ’68 θεμελιώνεται στην ιδέα του ξεπεράσματος, της “αυτοκαταστροφής” των κατεστημένων γνώσεων.
Λαχταρήσαμε από το γεγονός ότι στις πανελλήνιες εξετάσεις δόθηκε σε μετάφραση ο Γιώργος Σεφέρης, κάτι που πιστοποιεί ότι το υπουργείο Παιδείας θεωρεί ότι οι νέοι δεν μπορούν να περάσουν τη βάση αν έχουν να χειριστούν λέξεις όπως «υπόδικοι» ή «παρωχημένος». (Σ.σ.: Για να είμαστε εκπαιδευτικά ορθοί, το «λαχταρώ» ή «λαχταρνώ» σημαίνει τρομάζω.) Πέρα όμως από τους όποιους μικροπολιτικούς σχεδιασμούς του υπουργείου (χαμηλώνουμε τον πήχυ για να περάσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι τη βάση του «δέκα»), υπάρχει ένα συνολικότερο ζήτημα εκπαίδευσης. Το ίδιο πρόβλημα που έχει και η Γαλλία.
Τον περασμένο Ιανουάριο, το γαλλικό περιοδικό «Νουβέλ Ομπσερβατέρ» δημοσίευσε μια συζήτηση μεταξύ του συντηρητικού φιλοσόφου Λικ Φερί (χρημάτισε και υπουργός Παιδείας) με τον νυν ευρωβουλευτή Ντανιέλ Κον Μπεντίτ. Η συζήτησή τους έχει ενδιαφέρον (υπάρχει στα ελληνικά ολόκληρη στο www.ppol.gr) διότι τα συμπεράσματά τους θα μπορούσαν να εξηγήσουν και κάποιες παθογένειες και της ελληνικής εκπαίδευσης.
«Η “νέα παιδαγωγική” του 1968», είπε ο Λικ Φερί, «προκρίνει τις καινοτόμους μεθόδους, τις παιδαγωγικές ασκήσεις που καλλιεργούν την εφευρετικότητα, τον αυθορμητισμό, τη δημιουργικότητα του παιδιού. Φυσικά οι προθέσεις είναι αγαθότατες. Απλά ξεχάσαμε πως ορισμένα πράγματα (όπως η γλώσσα, η πολιτικότητα) δεν είναι δυνατό παρά να παραδοθούν στο παιδί ως τμήμα μιας παράδοσης. (…) Ολόκληρη η εκπαιδευτική ιδεολογία του ’68 θεμελιώνεται στην ιδέα του ξεπεράσματος, της “αυτοκαταστροφής” των κατεστημένων γνώσεων. Το σημείο αφετηρίας της είναι πως χρειαζόμαστε αυτοδίδακτους αντί για διδασκομένους, “δημιουργικά” κείμενα αντί για δομημένες εκθέσεις, πως χρειάζεται να αναλύουμε “πηγές” αντί να παρακολουθούμε διαλέξεις».
Για τον Λικ Φερί η γενιά της αμφισβήτησης έκανε δύο λάθη: «Το πρώτο λάθος είναι πως πιστέψαμε ότι για να εργασθούν τα παιδιά, θα έπρεπε πρώτα να τους κινήσουμε το ενδιαφέρον. Προσπαθήσαμε να γοητέψουμε τα παιδιά, να τα “αγκιστρώσουμε” μέσω ενός είδους “παιδαγωγικής της σαγήνευσης”: επιχειρήσαμε να προσελκύουμε πρώτα τα παιδιά, και μετά να τα βάλουμε να δουλέψουν. Η θέση μου είναι πως τα πράγματα συμβαίνουν ανάποδα: Πρώτα δουλεύουμε, μετά ενδιαφερόμαστε για το αντικείμενο της εργασίας μας. Επιπλέον, δυστυχώς, δεν γίνεται να υπάρξει γνώση χωρίς κόπο. Το δεύτερο λάθος είναι φυσικά η λατρεία της νεανικότητας, ο “νεανισμός”: Δεν παύουμε να λέμε στα παιδιά πόσο υπέροχο είναι να είναι κανείς νέος, πόσο καταστροφικό είναι να γερνάει κάποιος. Καθώς όμως αυτό που χωρίζει τη νεότητα από την ενηλικίωση είναι ακριβώς το σχολείο, ε, γεμίζουμε τα παιδιά απελπισία».
Κάναμε υπερβολές, παραδέχεται ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ. «Αλλά το πραγματικό πρόβλημα, ιδίως στο γαλλικό σχολείο, είναι αυτός ο κλασικισμός, που καλλιεργεί τόσο πολύ άγχος. (…) Σύμφωνα όμως με τον ΟΟΣΑ, το καλύτερο σχολείο στην Ευρώπη είναι το φινλανδικό, στο οποίο οι μαθητές δεν βαθμολογούνται μέχρι τα 16 τους, κι απαγορεύεται να επαναλάβουν την ίδια τάξη! Το σχολείο εκεί είναι διαφορετικό, έχει οργανωθεί γύρω από την ιδέα πως το παιδί μπορεί να αναπτυχθεί αυτόνομα, υποβοηθούμενο βέβαια, αλλά ακολουθώντας τις προσωπικές του μεθόδους μάθησης».
Η συζήτηση συνεχίζεται…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 22.5.2008