Η ελεύθερη αγορά δεν αποκλείει να υπάρχουν κακά προϊόντα ή υπηρεσίες, αλλά επιτρέπει στον καταναλωτή να επιλέγει τα καλύτερα προϊόντα και τις καλύτερες υπηρεσίες. Δεν φέρνει τον παράδεισο σε κάποια οικονομική δραστηριότητα, αλλά αποκλείει την αναγκαστική κόλαση του μονοπωλίου.
Είναι πολλοί αυτοί που διαμαρτύρονται για τις (κακές) υπηρεσίες που προσφέρουν οι εναλλακτικοί του ΟΤΕ πάροχοι τηλεφωνίας, internet κ.λπ. Κάποιοι γκρινιάζουν για το γεγονός ότι η νέα σύνδεση αργεί να γίνει, κάποιοι άλλοι για την ποιότητα των υπηρεσιών και άλλοι για το service. Κάποιοι μάλιστα σπεύδουν να βγάλουν ευρύτερα θεωρητικά συμπεράσματα: «Δεν σας άρεσε ο κρατικός ΟΤΕ. Ιδού πού μας οδήγησε η απελευθέρωση της αγοράς».
Επειδή στην Ελλάδα αριστερός είναι εκείνος που βγάζει συνολικά συμπεράσματα από ελλιπή στοιχεία, πρέπει να βάλουμε κάποια πράγματα στη θέση τους. Πραγματικά, πολλές ιδιωτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τηλεπικοινωνιών προσφέρουν υπηρεσίες χειρότερες αυτών του ΟΤΕ. Σίγουρα είναι χειρότερες των προσδοκιών που είχαν δημιουργηθεί. Οι ίδιες δικαιολογούν εαυτές μιλώντας «για εμπόδια που βάζει ο ΟΤΕ», ο οποίος έχει στην κατοχή του το φυσικό δίκτυο (τα καλώδια) και είναι ταυτόχρονα ανταγωνιστής των. Πιθανότατα θα οφείλονται και στην έλλειψη εμπειρίας που έχουν οι νέες εταιρείες. Μπορεί να έχει σχέση με τη λαιμαργία των στελεχών να παρουσιάσουν μεγαλύτερο από τις δυνατότητες της εταιρείας τους μερίδιο αγοράς, με αποτέλεσμα να δεσμεύουν πελάτες που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν. Μπορεί χίλια δύο.
Βεβαίως, η αιτιολόγηση ή δικαιολόγηση των καθυστερήσεων και των προβλημάτων που έχει μια εταιρεία ουδόλως αφορά τον καταναλωτή. Τα προβλήματα κάθε επιχείρησης είναι προβλήματα της επιχείρησης και όχι του καταναλωτή. Πρέπει να λύνονται αντί να δικαιολογούνται. Γι’ αυτό καλά κάνουν όσοι γκρινιάζουν και καλύτερα όσοι τελικά επιλέγουν να τιμωρήσουν την προβληματική εταιρεία, αλλάζοντας πάροχο, ή ακόμη παραμένοντας στον πάλαι ποτέ κρατικό ΟΤΕ.
Η μεγάλη διαφορά όμως με το παρελθόν είναι η επιλογή. Οσων η μνήμη (μαζί με την ιδεολογία τους) δεν ασθενεί, πρέπει να αποστρέφονται τις εποχές που χρειαζόταν μέχρι δέκα χρόνια να βάλει κάποιος τηλέφωνο, χωρίς μάλιστα να έχει και κάποια άλλη επιλογή (πλην ίσως να αποταθεί στο βουλευτικό γραφείο ώστε να πάρει ρουσφετολογικά μια γραμμή). Μάλλον κανείς δεν πρέπει να αναπολεί τις μέρες που οι μόνες αποδεκτές από το κρατικό μονοπώλιο συσκευές ήταν κάτι γκρίζες της Siemens και της Intracom. Ούτε το γεγονός ότι το κράτος και ο ΟΤΕ κυνηγούσαν εκείνους τους καταναλωτές που ήθελαν να χρησιμοποιούν ασύρματες συσκευές.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της ελεύθερης αγοράς είναι ότι επιτρέπει στους καταναλωτές να ψάχνουν και να βρίσκουν το καλύτερο. Δεν αποκλείει να υπάρχουν κακά προϊόντα ή υπηρεσίες, αλλά επιτρέπει στον καταναλωτή να επιλέγει τα καλύτερα προϊόντα και τις καλύτερες υπηρεσίες. Δεν φέρνει τον παράδεισο σε κάποια οικονομική δραστηριότητα, αλλά αποκλείει την αναγκαστική κόλαση του μονοπωλίου.
Είναι λοιπόν καλά κι άγια τώρα που δραστηριοποιούνται τόσες εταιρείες στον χώρο των τηλεπικοινωνιών. Φυσικά όχι, παρά το γεγονός ότι οι τιμές πέφτουν ραγδαία. Σίγουρα όμως είναι καλύτερα κι αγιότερα από την εποχή που έπρεπε να προσφεύγουμε στα βουλευτικά γραφεία για να καταφέρουμε να έχουμε γραμμή στον ένα χρόνο. Οσο για τις εταιρείες που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους: ιδού η αγορά, ιδού και το λουκέτο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 1.3.2008