Η πρόταση να κλείσει «το χάσμα του πλούτου» ενσωματώνει κάποιο ψέμα, λέει ο P.J. O’Rourke. Η έννοια της οικονομικής ισότητας είναι βασισμένη σε ένα αρχαίο και άσχημο ψεύδος κεντρικό στην πρόχειρη οικονομική σκέψη: ότι δηλαδή υπάρχει μια σταθερή ποσότητα πλούτου. Η παραγωγικότητα, όμως, είναι επεκτάσιμη.
«Τα «χάσματα» — οι διαφορές – είναι ενδογενή στην ανθρωπότητα», είπε μιλώντας σε ένα συνέδριο του CATO Institute στην Κίνα. «Θέλουμε να κλείσουμε το «χάσμα ομορφιάς» και να κάνουμε κάθε γυναίκα να μοιάζει στη Margaret Thatcher; Θέλουμε να κλείσουμε το «χάσμα ταλέντου» και στο παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου να παίζουν (για παράδειγμα) οι άνθρωποι που είναι σε αυτό το πάνελ;
Σε ένα κόσμο χωρίς χάσματα όλοι θα ήμασταν ίδιοι. Όλοι θα είχαμε το ίδιο φύλο. Ποιος θα έμενε έγκυος; Όλοι θα γνωρίζαμε τα ίδια πράγματα. Για ποιό πράγμα θα μιλούσαμε; Όλοι θα είχαμε την ίδια δουλειά. Ωραία δουλειά θα ήταν του λόγου της. Όλοι θα κάναμε τις ίδιες διακοπές. Έξι δισεκατομμύρια άνθρωποι να παίζουν βόλεϊ, 3 δισεκατομμύρια σε κάθε πλευρά του φιλέ. Η ιδέα ενός κόσμου όπου όλοι θα είμαστε ίδιοι – στον πλούτο ή οτιδήποτε άλλο – είναι μια φαντασία για τους ανόητους.
Αλλά η πρόταση να κλείσει «το χάσμα του πλούτου» είναι χειρότερη από ανόητη. Ενσωματώνει κάποιο ψέμα. Η έννοια της οικονομικής ισότητας είναι βασισμένη σε ένα αρχαίο και άσχημο ψεύδος κεντρικό στην πρόχειρη οικονομική σκέψη: ότι δηλαδή υπάρχει μια σταθερή ποσότητα πλούτου. Ότι ο πλούτος είναι ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Αν εγώ πιω πολλές κούπες τσάι κάποιος άλλος [που θέλει να πιει τσάι] θα πρέπει να γλύψει την τσαγιέρα. Αλλά το ζήτημα είναι πως ο πλούτος βασίζεται στην παραγωγικότητα. Η παραγωγικότητα είναι επεκτάσιμη. Αλλιώς δεν θα υπήρχε καν οικονομική σκέψη, ούτε καλή ούτε κακή. Ή δεν θα υπήρχε καθόλου τσάι, ούτε τσαγιέρες.
Από τις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης αποδείχθηκε ότι η ανθρώπινη παραγωγικότητα είναι εξαιρετικά επεκτάσιμη. Ο οικονομολόγος Angus Maddison μελέτησε την οικονομική ανάπτυξη μέχρι τη δεκαετία του 1950. Το 1995 εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο «Monitoring the World Economy 1820-1992» (Παρακολουθώντας την Παγκόσμια Οικονομία 1820-1992) υπό την αιγίδα του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη. Το 1992, η γη είχε λιγότερες πρώτες ύλες κι όχι περισσότερη αγροτική γη απ’ ότι το 1820, αλλά κατά την ίδια περίοδο ο πληθυσμός της γης πολλαπλασιάστηκε επί πέντε. Αλλά σε σταθερές τιμές δολαρίου του 1990 η αξία όλων όσων παρήγαγε ο κόσμος αυξήθηκε από 695 δις δολάρια το 1820 σε 28 τρις το 1992. Την ίδια περίοδο η παραγωγή ανά άτομο ανέβηκε από 651 δολάρια σε 5,145 δολάρια.
Ένας κολεκτιβιστής, ακούγοντας αυτά τα νούμερα, μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι απλώς μέσοι όροι, δεν δείχνουν ποιοι πραγματικά πήραν το χρήμα. Μπορεί να ρίξει στο τραπέζι την παλιά ρήση: «Οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι». Δεν υπάρχει όμως στατιστική απόδειξη γι’ αυτό. Η Επιτροπή του ΟΗΕ για τον πληθυσμό εξέδωσε το «”World Population Prospects: 1996 Revision» (Προοπτικές του Παγκόσμιου Πληθυσμού: Αναθεωρημένη έκδοση 1996) που εμπεριέχει παρελθούσες και τωρινές στατιστικές για την βρεφική θνησιμότητα και την αναμενόμενη διάρκεια ζωής κατά την γέννηση. Αυτοί οι αριθμοί δεν παρουσιάζουν, όπως το κατά κεφαλήν εισόδημα, τα προβλήματα μέσου όρου. Όσο πλούσια και να είναι η ελίτ μιας χώρας, τα μέλη της δεν πρόκειται να ζήσουν 250 χρόνια και να αλλοιώσουν τους μέσους όρους. Από την άλλη μεριά αν τα λίγα πλούσια μωρά σε μια χώρα ζήσουν και η μεγάλη μάζα των φτωχών μωρών πεθάνουν, αυτή η χώρα δεν θα έχει «φυσιολογική» παιδική θνησιμότητα, αλλά πολύ άσχημη. Η βρεφική θνησιμότητα και ο αναμενόμενος χρόνος ζωής είναι λογικοί δείκτες της γενικής ευημερίας μιας κοινωνίας.
Πέρα από τους αριθμούς για κάθε χώρα, ο ΟΗΕ υπολογίζει τους μέσους όρους τριών ομάδων χωρών: «Ανεπτυγμένες περιοχές», «Λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές», «Ελάχιστα ανεπτυγμένες περιοχές». Η τελευταία ομάδα συμπεριλαμβάνει χώρες που είναι εξαιρετικά φτωχές, όπως το Λάος, η Μαδαγασκάρη, το Τσαντ. Στις αρχές, λοιπόν, της δεκαετίας του 1950 οι πιο πλούσιες χώρες του κόσμου είχαν μέσο όρο 58 θανάτους ανά χίλιες γεννήσεις ζωντανών βρεφών. Τώρα έχει φτάσει στο 11. Την ίδια περίοδο οι φτωχότερες χώρες πήγαν από 194 θανάτους ανά χίλιες γεννήσεις στις 109. Το «χάσμα» ήταν 136 νεκρά βρέφη πριν 40 χρόνια και το «χάσμα» είναι 98 σήμερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι λίγοι οι θάνατοι βρεφών σήμερα, αλλά η διαφορά δεν μεγαλώνει. Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι, αλλά οι φτωχοί δεν γίνονται φτωχότεροι. Γίνονται γονείς.
Η ίδια τάση ισχύει για τον προσδοκώμενο χρόνο ζωής. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι άνθρωποι στις πλουσιότερες χώρες είχαν αναμενόμενο χρόνο ζωής 66,5 χρόνια. Σήμερα ζουν 74,2 χρόνια. Στις φτωχότερες χώρες ο μέσος όρος ζωής ανέβηκε από τα 35,5 χρόνια στα 49,7 χρόνια. Η διαφορά μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών μειώθηκε κατά 6,5 χρόνια. Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι. Οι φτωχοί γίνονται πλουσιότεροι. Όλοι μας ζούμε περισσότερο.
Ο κολεκτιβισμός είναι ανόητος, παραπλανητικός, αμαρτωλός. Είναι επίσης δειλός. Φοβόμαστε την εξουσία που μπορούν οι άλλοι να ασκήσουν πάνω μας. Ο πλούτος είναι δύναμη. Έτσι φοβόμαστε τους πλούσιους.
Πόσο λογικός όμως είναι αυτός ο φόβος; Κάντε ένα μεσονύχτιο περίπατο σε μια γειτονιά πλουσίων και κάντε ένα μεσονύχτιο περίπατο στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ. Είναι αληθές ότι μπορείτε να μπείτε σε πολλούς μπελάδες στο Μόντε Κάρλο. Μπορεί να χάσετε στο καζίνο. Αλλά είναι πολύ πιο πιθανό να σας ληστέψουν σε κάποιο σοκάκι της Ουάσιγκτον.
Δεν πρέπει να κατηγορούμε τα εγκλήματα των φτωχών. Απλώς ασκούν «free-lance κολεκτιβισμό». Κάνουν ότι και το κράτος σε μικρή κλίμακα. Κι αυτό επειδή η πραγματική εναλλακτική πρόταση στην δύναμη των πλουσίων δεν είναι η δύναμη των φτωχών, αλλά η απλή δύναμη. Αν δεν θέλουμε ο παγκόσμιος πλούτος να ελέγχεται από ανθρώπους με λεφτά, τότε η εναλλακτική πρόταση είναι να ελέγχεται από ανθρώπους με όπλα. Τα κράτη έχουν πολλά όπλα.
Η θεωρία πίσω απ’ αυτό είναι πολύ καλή. Ο ληστής αφήνει το όπλο, πιάνει την κάλπη και κλέβει τους πλούσιους αντί να κλέψει εσένα. Αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Δείτε τα αποτελέσματα του κολεκτιβισμού στον 20ο αιώνα: Ολοκαύτωμα, η τυραννία του Στάλιν, ο πόνος που δημιούργησε το Μεγάλο Αλμα Εμπρός της Κίνας.»
«Πρέπει», λοιπόν, καταλήγει ο P.J. O’Rourke, «να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε το «χάσμα του πλούτου» και να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τον πλούτο…»
O Patric Jake O’Rourke…
… είναι συγγραφέας εννιά βιβλίων, τα περισσότερα των οποίων έχουν γίνει μπεστ-σέλερ. Γεννήθηκε το 1947 και τέλειωσε το Miami University του Ohio. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην αγγλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο John Hopkins. Έχει συνεργαστεί με πολλά και διαφορετικά έντυπα όπως τα Car and Driver, The American Spectator, Playboy, Esquire, Vanity Fair, Automobile, House and Garden, The New Republic, The New York Times Book Review, Parade, Smart, Harper’s και Rolling Stone. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Eat the Rich» (Φάτε τους πλούσιους) έχει μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες κι έχει γίνει μπεστ-σέλερ σε διάφορες χώρες. Ο P.J. O’Rourke είναι H. L. Mencken Research Fellow στο Cato Institute
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο New Millennium της εφημερίδας «Tύπος της Kυριακής» στις 5.8.2001