Κάθε φορά που αναθεματίζουμε τον «ανάλγητο» αλλά πλούσιο φιλελευθερισμό της Βρετανίας ή της Ιρλανδίας, συντηρούμε τον δικό μας ευαίσθητο πλην πτωχό κρατικοπαρεμβατισμό.
Το πρόβλημα όμως που αναδεικνύουν οι πίνακες της Eurostat είναι ότι οι φτωχοί της κρατικοπαρεμβατικής Ελλάδος είναι φτωχότεροι από τους φτωχούς των χωρών που κυβερνούν οι ανάλγητοι φιλελεύθεροι. Ετσι ο εγχώριος κατώτατος μισθός φτάνει τα 605 ευρώ, ενώ στη Ιρλανδία είναι 1.073 και στην Βρετανία του Τόνι Μπλερ τα 1.106 ευρώ. Η χειρότερη μορφή αδικίας, που είναι η ανεργία, αγγίζει το 10% του ελληνικού πληθυσμού, όταν στη Βρετανία και την Ιρλανδία κυμαίνεται στο 4%. Τα ποσοστά του πληθυσμού που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας είναι περίπου τα ίδια. Στην Ελλάδα είναι 21%, στη Βρετανία 18% και στην Ιρλανδία 21%. Υπάρχει όμως μια διαφορά. Το κατώφλι της φτώχειας υπολογίζεται στο 50% του μέσου εισοδήματος. Αυτό σημαίνει ότι 21% των Ελλήνων ζουν με λιγότερα των 632 ευρώ και 18% των Βρετανών ζουν με λιγότερα των 1.509 ευρώ.
Η εκτεταμένη παραοικονομία στην Ελλάδα (κάτι που σημαίνει ότι τα μέσα εισοδήματα είναι υψηλότερα του μέσου μισθού που εμφανίζεται στις στατιστικές) δεν πρέπει να θολώσει τη σύγκριση. Είναι άσχετο αν κάποιος διπλασιάζει το εισόδημά του κάνοντας μια δεύτερη δουλειά (καθηγητής το πρωί, φροντιστήρια το βράδυ, ή αστυνομικός και ταξιτζής). Το ζήτημα είναι ότι στις χώρες του υπαρκτού φιλελευθερισμού οι άνεργοι είναι λιγότεροι, οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας πληρώνονται καλύτερα και οι φτωχοί είναι πλουσιότεροι, από τις αντίστοιχες κοινωνικές ομάδες στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα όμως, όταν η πραγματικότητα συγκρούεται με το δόγμα, τόσο χειρότερα για την πραγματικότητα.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι τα δόγματα ορίζουν εν πολλοίς την πραγματικότητα, αφού δημιουργούν κοινωνικές αντιστάσεις σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού των παραγωγικών δομών της οικονομίας. Ενα κλασικό παράδειγμα ήταν η απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιών. Σε μια χώρα που κάποτε χρειαζόταν μέχρι δέκα χρόνια για να αποκτήσει κάποιος τηλέφωνο, το δόγμα που ήθελε τον ΟΤΕ να έχει «μια μετοχή κι αυτή να ανήκει στο κράτος», καθυστέρησε χρόνια την ανάπτυξη ενός πολύ κρίσιμου τομέα της ελληνικής οικονομίας. Παρά τα αλματώδη βήματα που έγιναν την περίοδο της (έστω λειψής) απελευθέρωσης, ακόμη σήμερα ζούμε τα αποτελέσματα της καθυστέρησης. Το ίδιο συμβαίνει σήμερα σε μύριους τομείς της ελληνικής οικονομίας, από τα κλειστά επαγγέλματα, μέχρι την ανώτατη παιδεία και μέχρι τις άμεσες ξένες επενδύσεις: το 2005 πατώσαμε για μια ακόμη φορά με 0,6 δισ. δολάρια.
Ολα αυτά καλά είναι να τα θυμόμαστε κάθε φορά που πληρωνόμαστε τους μικρούς μισθούς και κάθε φορά που πληρώνουμε τα ακριβά προϊόντα στην αγορά. Διότι κάθε φορά που αναθεματίζουμε τον «ανάλγητο» αλλά πλούσιο φιλελευθερισμό της Βρετανίας ή της Ιρλανδίας, συντηρούμε τον δικό μας ευαίσθητο πλην πτωχό κρατικοπαρεμβατισμό.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 29.8.2006