Η ανατροπή του δημοσιονομικής πολιτικής με δικαστικές αποφάσεις δεν είναι το πρόβλημα. Είναι σύμπτωμα του προβλήματος.
Σε ένα πράγμα φαίνεται να συμφωνούν διακομματικά οι υπουργοί Οικονομικών. Τουλάχιστον οι κ. Αλογοσκούφης και Χριστοδουλάκης. Αυτό αφορά τις αποφάσεις των δικαστηρίων σχετικά με τα επιδόματα και τις αυξήσεις που δίνονται σε διαφόρους του δημόσιου τομέα. «Δεν μπορούν τα δικαστήρια με τις αποφάσεις των να καθορίζουν την εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης», ισχυρίζονται. Κατανοητό, διότι και οι δύο έχουν υποστεί απανωτά σοκ, όταν τρέχουν να συμμαζέψουν ένα διάτρητο προϋπολογισμό και βρίσκονται προ εκπλήξεων, όταν με δικαστικές αποφάσεις γίνονται απαιτητά κάποια εκατομμύρια ευρώ.
Για αυτόν τον λόγο όλα δείχνουν ότι θα συμφωνήσουν σε αναθεώρηση του Συντάγματος που θα περιορίζει τον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας στην εκτελεστική, τουλάχιστον σε ένα τομέα: στην εισοδηματική πολιτική.
Επ’ αυτού πρέπει να παρατηρήσουμε μερικά πράγματα. Κατ’ αρχάς, το ελληνικό Σύνταγμα θα έχει τη μοναδική από την εποχή του Μοντεσκιέ παραδοξότητα να ελέγχεται μερικώς η εκτελεστική εξουσία από τη δικαστική. Ετσι κι αλλιώς, τα θέματα ελέγχου και ισορροπιών των τριών εξουσιών είναι θεμελιώδες κεκτημένο της Δημοκρατίας και δεν ανατρέπονται με μια απλή συνταγματική προσθήκη. Μια τέτοια ανατροπή έρχεται σε αντίθεση με τις θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος, αλλά θέτει και ένα ερώτημα. Αλήθεια: αν με τον καιρό η δικαστική εξουσία ανατρέπει και άλλες πολιτικές της εκτελεστικής εξουσίας, π.χ. όσες βαφτίζονται «εθνικές» και έχουν να κάνουν με τις μειονότητες, τι θα κάνουμε; Θα προωθήσουμε νέα συνταγματική ρύθμιση που θα απαγορεύει και αυτόν τον έλεγχο των δικαστηρίων;
Δεύτερον: μπορεί να σταθεί μια τέτοια ρύθμιση στην Ευρωπαϊκή Ενωση ή θα έχουμε μια επανάληψη του «βασικού μετόχου»; Και αν τα ελληνικά δικαστήρια δηλώσουν ότι κωλύονται από το Σύνταγμα να αποφασίσουν για θέματα αυξήσεων και επιδομάτων, όσοι νιώθουν αδικημένοι δεν θα προσφεύγουν στα Ευρωπαϊκά με αποτέλεσμα και πάλι την ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής;
Υπάρχει πραγματικά πρόβλημα με τα αναδρομικά και την ανατροπή της δημοσιονομικής πολιτικής που επιτυγχάνεται διά της προσφυγής στη δικαιοσύνη. Μόνο που το πρόβλημα δεν είναι οι αποφάσεις των δικαστηρίων. Αυτές είναι το σύμπτωμα. Το πρόβλημα πηγάζει από την πρόχειρη δημοσιονομική πολιτική που διαχρονικά γίνεται στον τόπο. Είναι απότοκος του γεγονότος ότι οι υπουργοί Οικονομικών, πιεζόμενοι από τους συναδέλφους των ή την κοινή γνώμη, αποφασίζουν με βάση την πολιτική συγκυρία να δώσουν σε κάποια ομάδα πίεσης κάποια ευεργετήματα. Αυτά τα ευεργετήματα διαχέουν τα δικαστήρια στο πλαίσιο της ισονομίας.
Αρα, το πρόβλημα στα δημοσιονομικά δεν είναι οι αποφάσεις των δικαστηρίων, είναι οι προηγούμενες πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται υπό το κράτος του πολιτικού πανικού και εκβιασμού ομάδων πίεσης. Συνεπώς, αν πρέπει να διορθωθεί κάτι αυτό είναι η πολιτική λειτουργία των κυβερνήσεων και όχι το Σύνταγμα.
Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να βρεθούν εκείνοι οι μηχανισμοί που θα απαγορεύουν στους υπουργούς Οικονομικών να κάνουν αυξήσεις επιλεκτικά σε κάποιες ομάδες δημοσίων υπαλλήλων, παρά να απαγορευτεί διά συνταγματικής ρύθμισης η ισονομία. Αντί να τρέχουμε να συμμαζέψουμε τη διάχυση μιας ρύθμισης, να τη σταματήσουμε στην πηγή της. Μια πιθανή λύση είναι να ρυθμιστεί συνταγματικά η αυστηρή τήρηση του προϋπολογισμού, έτσι ώστε ο υπουργός Οικονομικών να μην μπορεί να δίνει αυξήσεις και επιδόματα (πέραν των προϋπολογισθέντων) σε κάποιους και τα δικαστήρια να τις διαχέουν σε όλους.
Στο κάτω κάτω της γραφής οι πολίτες εμπιστεύονται τα δικαστήρια με τη ζωή τους, οι υπουργοί Οικονομικών δεν μπορούν να τα εμπιστευτούν ούτε για τις αποφάσεις τους;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 16.11.2006