Οι αιρετοί τοπικοί άρχοντες καλούνται πλέον να διαχειριστούν πολλά. Γι’ αυτό και η επιλογή τους πρέπει να γίνει με σωφροσύνη.
Κάποτε οι δημοτικές εκλογές ήταν κάτι σαν πόλεμος. Οι μεν ευχόταν «καλό βόλι σύντροφε», οι δε «άντε και με τη νίκη συμμαχητή». Ήταν ένα πόλεμος χωρίς έπαθλο. Οι δήμαρχοι δεν ήταν παρά εκλεγμένοι προϊστάμενοι υπηρεσιών συγκομιδής απορριμμάτων, κάτι που σήμερα μπορεί να γίνει κάποιος λαμβάνοντας μέρος στις εξετάσεις του ΑΣΕΠ. Τότε στις μικρές πόλεις για δήμαρχος ψηφιζόταν το «καλύτερο παιδί» και στις μεγάλες το «καλύτερο κόμμα».
Τα πράγματα όμως άλλαξαν και η τοπική αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα απέκτησε αρμοδιότητες. Όχι όσες πρέπει για την ορθή ανάπτυξη της χώρας, αλλά αρκετές για να αποκτήσουν σημασία οι δημαρχιακοί -και μετά το 1994 και οι νομαρχιακοί- θώκοι. Σιγά, σιγά, κι όπως γίνεται σε όλες τις σοβαρές δημοκρατίες, τα αυτοδιοικητικά συμβούλια – προς θλίψη όσων μόχθησαν να αναδειχθούν στην κεντρική πολιτική σκηνή – μπορούν να διαφεντεύουν όλο και περισσότερα της καθημερινότητάς των πολιτών τους. Κάποιοι υπολογίζουν ότι το μελλοντικό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας θα πρέπει να περάσει από τους Δήμους και τις εκλεγμένες περιφερειακές διοικήσεις.
Όπως και να ‘χει το πράγμα όμως οι δημοτικές εκλογές αποκτούν τετραετία με τετραετία όλο και μεγαλύτερη σημασία. Εξάλλου σε μια υγιή δημοκρατία, ο δήμαρχος πρέπει στην πόλη του να έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος από τον πρωθυπουργό. Θα πρέπει να διαχειρίζεται περισσότερα πράγματα της καθημερινότητας του πολίτη, απ’ όσα ένας υπουργός. Έτσι κι αλλιώς το κεντρικό σύστημα διοίκησης έδειξε τα όρια του. «Το κράτος πλέον είναι πολύ μικρό να κάνει τα μεγάλα και πολύ μεγάλο για τα μικρά» είχε πει ο Αντονι Γκίντενς.
Οι αιρετοί τοπικοί άρχοντες καλούνται πλέον να διαχειριστούν πολλά. Γι’ αυτό και η επιλογή τους πρέπει να γίνει με σωφροσύνη. Ένα κριτήριο πρέπει να είναι οι διαχειριστικές ικανότητές τους. Σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο, ακόμη και σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης υπάρχουν ευκαιρίες και απειλές. Ο τοπικός άρχων πρέπει να έχει την ευστροφία να τις αντιληφθεί. Δεν αρκεί όμως μόνο η καλή αντίληψη. Χρειάζεται και έργο. Αρα πρέπει και να διαχειριστεί τα μεγάλα – αλλά όχι επαρκή – κονδύλια που διαθέτει η αυτοδιοικητική μονάδα με τον αποδοτικότερο δυνατόν τρόπο.
Πρώτα απ’ όλα όμως πρέπει να έχει φιλοσοφία ανάπτυξης για τον τόπο που θέλει να υπηρετήσει. Προς τα πού θα τραβήξει το κάρο, πως οραματίζεται να είναι η πόλη, ο νομός (κι αύριο) η περιφέρεια την οποία θα διοικήσει. Εκεί η πολιτική φιλοσοφία του ανδρός (ή γυναικός) παίζει σοβαρό ρόλο. Ο/Η αιρετός άρχοντας θα κληθεί να επιλέξει μεταξύ λύσεων που είτε γραφειοκρατικοποιούν την τοπική κοινωνία, είτε την κάνουν πιο ευέλικτη. Είτε αποκεντρώνουν αρμοδιότητες, είτε τις συγκεντρώνουν προς τα πάνω. Είτε βασίζουν το μοντέλο ανάπτυξης της τοπικής κοινωνίας σε φόρους και κρατικές επιδοτήσεις, είτε σε κινητοποίηση των δυνάμεων της κοινωνίας. Οι δημοτικές εκλογές δεν παύουν να είναι πολιτικές, αλλά ευτυχώς πλέον δεν είναι κομματικές. Τα διαχωριστικά τείχη έπεσαν κι εμείς οι πολίτες μπορούμε να εκλέξουμε τους άξιους να διοικήσουν την πόλη ή το νομό. Έτσι λοιπόν, οι στενά κομματικές επιλογές προσφέρουν τις χείριστες υπηρεσίες στις τοπικές κοινωνίες…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 1.9.2002