Καλή η συζήτηση περί πρόβλεψης των σεισμών, αλλά, απ’ ό,τι αποδεικνύεται, στην Ελλάδα δεν έχουμε κατακτήσει ούτε την ακριβή μέτρηση των σεισμών που έγιναν…
Στην Ελλάδα ο δημόσιος διάλογος έχει μόνιμα δύο χαρακτηριστικά. Είτε θα είναι εκρηκτικός είτε δεν θα υπάρχει. Τα θέματα διαρκούν στην επικαιρότητα όσο ακριβώς και τα θαύματα. Το ένα αντικαθιστά το άλλο ανά τριήμερο. Έτσι, προ μηνός περίπου, υπήρχε ο πανικός για τη γρίπη των πουλερικών, παρά το γεγονός ότι στη γειτονιά μας δεν υπήρξαν θύματα. Τώρα, που η ασθένεια αυτή σκοτώνει στη γειτονιά μας, στο επίκεντρο είναι ένας σεισμός που ευτυχώς δεν είχε θύματα. Τα δελτία ειδήσεων έχουν γίνει μονοθεματικά (αλήθεια τι περισσότερο θα έκαναν αν, ο μη γένοιτο, ήταν μεγαλύτερη η καταστροφή;) και εμείς οι τηλεθεατές μάθαμε απ’ έξω κάθε ρωγμή σε κάθε σπίτι των Κυθήρων, ακούσαμε όλους (μα όλους!) τους κατοίκους του νησιού να διηγούνται την εμπειρία τους, κι εκείνη η εκκλησία στην πλατεία του χωριού θα στοιχειώνει για χρόνια στα όνειρά μας. Ο μεγάλος σεισμός με τις μικρές συνέπειες ήταν η κλασική περίπτωση από την οποία η τηλεόραση επιχειρεί να βγάλει από τη μύγα ξύγκι.
Με δεδομένο το ιστορικό της σεισμολογίας μπορούμε με μεγάλη ασφάλεια να προβλέψουμε -ή τουλάχιστον με μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας απ’ ό,τι η πρόβλεψη σεισμών- ότι οι σεισμολόγοι θα αρχίσουν να τσακώνονται ενώπιον του ελληνικού λαού για το ποιος πρόβλεψε το σεισμό και ποιος όχι. Χρήσιμη, παρά τις υπερβολές, κι αυτή η συζήτηση, αλλά πριν απ’ όλα πρέπει να δούμε όχι τι γίνεται με τη μελλοντολογία των σεισμών αλλά με το παρόν.
Υπάρχουν δύο στοιχεία που πρέπει να προσέξουμε σχετικά με τον προχθεσινό σεισμό. Το πρώτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι πρώτες πληροφορίες για την εστία και την ένταση του σεισμού ήρθαν από την άλλη άκρη της Γης. Πρώτα το γεωδυναμικό ινστιτούτο των ΗΠΑ (γνωστών και ως «φονιάδων των λαών») ανακοίνωσε τα στοιχεία πολύ πριν από τα δικά μας ινστιτούτα. Κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν αυτή την καθυστέρηση πλημμέλημα κι ίσως έτσι να είναι. Αλλά πάλι τι σόι κινητοποίηση μπορεί να γίνει από τον κρατικό μηχανισμό, όταν δεν γνωρίζει π.χ. πού είναι το επίκεντρο του σεισμού; Καθώς λένε, μάλιστα, οι ειδικοί σε περιστάσεις καταστροφών ο χρόνος είναι εξαιρετικά πολύτιμος.
Το δεύτερο έχει να κάνει με τις ανακοινώσεις. Πρώτο το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο της Αθήνας ανακοινώνει μέγεθος του σεισμού 6,4 Ρίχτερ και εστιακό βάθος του επικέντρου στα 70 χιλιόμετρα. Κατόπιν το Εργαστήριο Γεωφυσικής της Θεσσαλονίκης ανακοινώνει μέγεθος 6,9 Ρίχτερ και εστιακό βάθος 30 χιλιόμετρα. Μετά έρχεται νέα ανακοίνωση από την Αθήνα αναφέρει ότι ο σεισμός ήταν της τάξεως των 6,9 Ρίχτερ. Κατόπιν από τη Θεσσαλονίκη αναφέρονται σε σχεδόν «επιφανειακό σεισμό» αφού το εστιακό βάθος τοποθετείται στα 30 χιλιόμετρα. Τέλος, αργά το βράδυ, την ώρα των δελτίων ειδήσεων, επιστήμονες του Εργαστηρίου Γεωφυσικής της Θεσσαλονίκης γνωστοποιούν – μέσω των τηλεοπτικών καναλιών – ότι το εστιακό βάθος του σεισμού ήταν μεταξύ 50 και 70 χιλιομέτρων.
Με δεδομένο αυτό για ποια πρόβλεψη σεισμών μπορούμε να μιλάμε σ’ αυτή τη χώρα, όταν χρειάζονται δέκα ώρες για να μάθουμε τα στοιχεία των σεισμών του παρελθόντος; Και τι αντισεισμική προστασία μπορεί να χαραχθεί όταν οι επιστήμονές μας δεν μπορούν να συμφωνήσουν στα μαθηματικά στοιχεία -στα σκληρά δεδομένα- ενός σεισμού;
Πριν αρχίσουμε λοιπόν να μιλάμε για μελλοντικούς σεισμούς και τι έντασης θα είναι αυτοί πρέπει πρώτα να ανακαλύψουμε πώς και γιατί μας πήρε δέκα ώρες για να μάθουμε τελικά που έγινε και πόσο μεγάλος ήταν ο προηγούμενος σεισμός. Αφού καταλήξουμε στο πώς είναι η πραγματικότητα πιθανώς να μπορέσουμε ν’ αρχίσουμε να συζητάμε για το πώς θα είναι το μέλλον…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 10.1.2006