Τα στελέχη των εταιριών MME άρχισαν την συρρίκνωση των εταιριών και μετά τις απολύσεις. Πρώτα ανέβηκαν στο βωμό οι ηλεκτρονικές εκδόσεις των εφημερίδων, μετά τα ένθετα, τέλος οι δημοσιογράφοι.
Μετά από μια δεκαετία εκρηκτικής ανόδου στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων media ήρθε η ώρα της ύφεσης. Από τον περασμένο Μάρτιο οι τιμές των μετοχών — ξεκινώντας από την «Κοιλάδα του Πυριτίου» και αγγίζοντας κάθε επιχείρηση της βιομηχανία της πληροφορίας — άρχισαν μια σπειροειδή κάθοδο. Οι επενδύσεις στα νέα ηλεκτρονικά Μέσα δεν απέδωσαν και η κερδοφορία όλων ανεξαιρέτως των επιχειρήσεων media πήρε την κατιούσα. Τα στελέχη των εταιριών άρχισαν την συρρίκνωση των εταιριών και μετά τις απολύσεις. Πρώτα ανέβηκαν στο βωμό οι ηλεκτρονικές εκδόσεις των εφημερίδων, μετά τα ένθετα, τέλος οι δημοσιογράφοι. Πέντε χιλιάδες απολύσεις μετρά το Columbia Journalism Review μέσα στο 2001 και οι εξαμηνιαίες λογιστικές καταστάσεις των επιχειρήσεων media δείχνουν ότι θα υπάρξουν κι άλλες.
Η παραίτηση του Jay Harris, διευθυντή της «San Mercury News», της μεγαλύτερης και πιο επιτυχημένης εφημερίδας του συγκροτήματος Knight Ridder, έδωσε το έναυσμα για μια μεγάλη συζήτηση στις αίθουσες σύνταξης και στα ειδικά περιοδικά του κλάδου. Ο βραβευμένος με Pulitzer αφροαμερικανός δημοσιογράφος, βρέθηκε στο επίκεντρο, επειδή προτίμησε να παραιτηθεί παρά να συναινέσει στη μείωση προσωπικού που του ζήτησε η μητρική εταιρία «επειδή οι απολύσεις θα μείωναν τη δημοσιογραφική ποιότητα της εφημερίδας» του. Ο Jay Harris συνόψισε την συζήτηση, που γίνεται αυτό τον καιρό σχετικά με τις εισηγμένες στη Wall Street επιχειρήσεις των media, με τα εξής ερωτήματα: «όταν τα συμφέροντα του αναγνώστη συγκρούονται με τα συμφέροντα του μικρομετόχου, ποια προηγούνται; Όταν τα συμφέροντα της κοινωνίας συγκρούονται με τα συμφέροντα των μετόχων ποια προηγούνται;» Ο ίδιος απάντησε στα ερωτήματα αυτά με την παραίτησή του.
«Υπάρχει ένα σοβαρό επιχείρημα εδώ», γράφει ο εκδότης του Columbia Journalism Review, David Laventhol. «Επικεντρώνεται στην υπόθεση ότι οι εφημερίδες είναι ένα διαφορετικό προϊόν, ότι η παροχή πληροφοριών στο κοινό είναι ουσιώδης στο δημοκρατικό πολίτευμα και ότι η δημοσιογραφική δουλειά δεν πρέπει να ακολουθεί τις ανόδους και τις πτώσεις του οικονομικού κύκλου… Ήρθε η ώρα λοιπόν να συζητήσουμε τις στρατηγικές κερδοφορίας των εφημερίδων, ειδικά τώρα που τα έσοδα μειώνονται… Βέβαια στις περισσότερες περιπτώσεις, οι περικοπές προσωπικού δεν γίνονται, γιατί δεν επαρκούν τα έσοδα να πληρωθούν οι μισθοί, ούτε επειδή πρέπει να πληρωθούν δάνεια, ούτε επειδή η επιχείρηση χρειάζεται κεφάλαια για την τεχνολογική αναβάθμιση. Οι περικοπές γίνονται για να ικανοποιηθεί η αφόρητη πίεση του χρηματιστηρίου… Ας μην ξεχνάμε ότι σε περικοπές προσωπικού, προχώρησαν και κερδοφόροι εκδοτικοί οργανισμοί όπως είναι οι New York Times και ο Dow Jones» Το ζήτημα για τον πρώην εκδότη των Los Angeles Times είναι τα όρια της κερδοφορίας απέναντι στη δημοσιογραφική ποιότητα. Από την πλευρά της Wall Street δεν υπάρχουν τέτοια όρια. Όταν ρωτήθηκε ένας χρηματιστής ποιο είναι το ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους για κάποιον που αγοράζει μετοχές, η απάντηση ήταν αφοπλιστική: «Αν μιλάμε για την Wall Street οποιαδήποτε κερδοφορία δεν είναι αρκετή».
Ένα Μέσο μαζικής Ενημέρωσης που ανήκει σε μια εισηγμένη εταιρία, είναι καταδικασμένο να ακολουθεί (από άποψη ποιότητας) τους οικονομικούς κύκλους; Όχι κατ’ ανάγκη γράφει ο πολύπειρος δημοσιογράφος. Κατ’ αρχήν δεν πρέπει να απλοποιείται η συζήτηση ως «αρετή εναντίον του κακού. Τα στελέχη των εταιριών δεν είναι αιμοδιψή θηρία και οι δημοσιογράφοι αμερόληπτοι ιδεαλιστές που χρησιμοποιούν με τον καλύτερο τρόπο τα κεφάλαια της επιχείρησης. Ο τακτικός έλεγχος της αποδοτικότητας κάθε αίθουσας σύνταξης είναι πάντα πολύτιμος. Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Ιδού οκτώ προτάσεις:
Πρώτο και κύριο, οι προϋπολογισμοί για τους δημοσιογράφους δεν πρέπει να περικόπτονται όταν η οικονομία δεν πάει καλά. Οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ πρέπει να αναγνωρίσουν το γεγονός ότι βγάζουν χρήματα επειδή οι εκδόσεις τους ικανοποιούν κάποιες δημόσιες ανάγκες. Η υποχρέωση αυτή δεν εξαφανίζεται όταν η οικονομία παίρνει την κατιούσα. Αντίθετα είναι πιο σημαντική σε δύσκολους καιρούς. Οι περικοπές δίνουν λάθος μήνυμα, όχι στους δημοσιογράφους, αλλά στους αναγνώστες, οι οποίοι δεν χρειάζονται επιπλέον λόγους για να μην αγοράζουν εφημερίδα. Αν τα πράγματα δεν πάνε καλά και οι περικοπές πρέπει να γίνουν, ο διευθυντής σύνταξης πρέπει να έχει λόγο στο αποτέλεσμα.
Δεύτερον. Οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο εφημερίδες πρέπει να βρουν τρόπους ώστε να προσαρμόσουν το ποσοστό κέρδους τους με την πραγματικότητα του κλάδου τους… Η Wall Street πάντα θα πιέζει για μεγαλύτερα νούμερα, αλλά αν υπονομευθεί η μακρόχρονη προοπτική των εταιριών Τύπου κάποιοι από τους επενδυτές θα στραφούν σε άλλες μετοχές, έτσι ή αλλιώς.
Τρίτον. Το χρηματιστήριο πρέπει να μάθει αυτού του είδους τις στρατηγικές. Οι αγορές μπορεί να θέτουν κανόνες, το ίδιο και οι επιχειρήσεις media. Στις συναντήσεις των οικονομικών αναλυτών με τους ανθρώπους των Μέσων πρέπει να δίνεται έμφαση στη δημοσιογραφική απόδοση. Η ποιοτική ειδησεογραφία πρέπει να παρουσιάζεται ως θεμελιακό κόστος της επιχείρησης, αλλά και ως σημείο αναφοράς στην τιμή της μετοχής, για την μακρόχρονη υγεία της εταιρίας.
Τέταρτον. Τα στελέχη της επιχείρησης πρέπει να κατανοήσουν την αίθουσα σύνταξης και τους δημοσιογράφους, ειδικά το γεγονός ότι οι αριθμοί δεν αποτελούν από μόνοι τους μέτρο της δημοσιογραφικής επιτυχίας. Τα δημοσιογραφικά στελέχη δεν πρέπει απλώς να καταλάβουν πως λειτουργεί η επιχείρηση, αλλά και πως κατανέμουν τους προϋπολογισμούς τους…
Πέμπτον. Οι εφημερίδες πρέπει να κάνουν ειδήσεις και τα του οίκου τους, ακόμη και την οικονομική τους δυσπραγία. Αυτό μπορεί να είναι επίπονο, αλλά βοηθά. Αν οι αναγνώστες καταλάβουν τα οικονομικά της εφημερίδας, θα είναι ισχυροί σύμμαχοι στα οικονομικά σχέδια της εταιρία.
Έκτον. Οι νέες δραστηριότητες του Μέσου (ένθετα, ηλεκτρονικές εκδόσεις κ.λ.π.) πρέπει να έχουν κι ένα λεπτομερές σχέδιο για την τύχη των ανθρώπων που συμμετέχουν στο εγχείρημα, αν το τελευταίο αποτύχει…
Έβδομο. Μακροχρόνια οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο ιδιοκτήτριες εταιρίες ΜΜΕ, που ανησυχούν για την ποιότητα της δημοσιογραφίας τους πρέπει να σκεφθούν εναλλακτικούς τρόπους ιδιοκτησίας, ακόμη και να φύγουν από το χρηματιστήριο. Αν και για το τελευταίο δεν υπάρχει καμία εξασφάλιση (οι καλύτερες εφημερίδες σήμερα είναι στο χρηματιστήριο) υπάρχει και η μέθοδος των διαφορετικών ειδών μετοχικής σύνθεσης. Ας δούμε το παρελθόν. Πριν 40 χρόνια δεν υπήρχε ούτε μία εφημερίδα στο χρηματιστήριο. Η αλλαγή μπορεί να γίνει.
Όγδοο. Στα διοικητικά συμβούλια των μητρικών εταιριών που κατέχουν εφημερίδες πρέπει να υπάρχει και εκπροσώπηση δημοσιογράφων. Συμβολικά και πρακτικά η παρουσία τους στο τραπέζι των συσκέψεων μπορεί να προσθέσει πολλά.
Ο David Laventhol…
… ονοματίστηκε εκδότης του Columbia Journalism Review τον Ιούλιο του 1999, θέση τιμητική αφού το περιοδικό εκδίδεται από τη δημοσιογραφική σχολή του Πανεπιστημίου Columbia. Προηγουμένως ήταν εκδότης της εφημερίδας Los Angeles Times, εκδότης και διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας Newsday και πρόεδρος της εκδότριας εταιρίας Times Mirror Company. Υπήρξε για αρκετά χρόνια επισκέπτης καθηγητής στο Columbia, πρόεδρος του οργανισμού που απονέμει τα βραβεία Pulitzer, όπως και πρόεδρος του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου.
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο «New Millennium» της εφημερίδας «Tύπος της Kυριακής» στις 3.6.2001