Δουλειά των δημοσιογράφων είναι να ενημερώνουν τους πολίτες με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια γίνεται. Και η ακρίβεια προϋποθέτει και το τεκμήριο αθωότητας.
Υπάρχει ένα τείχος μεταξύ του «κατηγορουμένου» και του «καταδικασθέντος για κάποιο έγκλημα». Λέγεται τεκμήριο αθωότητας. Υπάρχει επίσης ακόμη ένα τείχος μεταξύ του «καταδικασθέντος για κάποιο έγκλημα» και του «ειδεχθούς εγκληματία». Λέγεται προστασία της προσωπικότητας (έστω του χείριστου κατά την άποψή μας) ατόμου. Ο υπουργός Δικαιοσύνης τα γκρέμισε και τα δύο. Την περασμένη Παρασκευή όταν μιλώντας από του βήματος της Βουλής ζήτησε τη δημοσιοποίηση των ονομάτων όσων κατηγορούνται για κατοχή και διακίνηση υλικού παιδικής πορνογραφίας επειδή «η κοινωνία μας και η κοινή γνώμη γενικότερα έχει ανάγκη να προστατευτεί από ειδεχθή εγκλήματα και ειδεχθείς εγκληματίες που στρέφονται κυρίως εναντίον τους!».
Μαζί του πήραν την αξίνα και κάποιοι δημοσιογράφοι οι οποίοι επαναδιατύπωσαν τον νόμο του Λιντς: «Σε περιπτώσεις ειδεχθών εγκλημάτων δεν είναι κακή η διαπόμπευση», ακούστηκε σε κάποιο ραδιόφωνο.
Είναι εκπληκτικό, αλλά ο δημοσιογραφικός κόσμος αναλαμβάνει εθελοντικά οποιοδήποτε έργο εκτός από το να κάνει καλά τη δουλειά του. Και η δουλειά των δημοσιογράφων δεν είναι ούτε να πολεμούν για την ειρήνη (παλιότερα), ούτε κατά των Tούρκων ή Aμερικανών (συνηθέστερα), ούτε υπέρ της αρετής (τώρα). Δεν είναι καν δουλειά τους «να σώσουν τους νεαρούς βλαστούς» (όπως συνηθίζουν να λένε) από «τα νύχια των παιδόφιλων» (όπως, επίσης, συνηθίζουν να λένε). Αυτό είναι υποχρέωση των διωκτικών αρχών, για την οποία εξάλλου πληρώνονται. Δουλειά των δημοσιογράφων είναι να ενημερώνουν τους πολίτες με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια γίνεται. Και η ακρίβεια προϋποθέτει και το τεκμήριο αθωότητας.
Το τεκμήριο της αθωότητας είναι ζωτικό για την απονομή της δικαιοσύνης, αλλά είναι επίσης ζωτικό και για τη δημοσιογραφία. Οχι για ηθικούς λόγους, αλλά για πολύ πρακτικούς. Οταν κάποιος βαφτίζει «δολοφόνο» τον κατηγορούμενο για δολοφονία δεν διαπράττει ηθικό παράπτωμα, είναι ένοχος ηλιθιότητας. Κι αυτό διότι ο «δολοφόνος» του μπορεί να αθωωθεί και ο ίδιος να διαψευσθεί. Είναι δε αυτές οι διαψεύσεις για πλείστα όσα συμπέραναν (έστω χωρίς να το καταλαβαίνουν) οι δημοσιογράφοι που έχουν κατακρημνίσει την αξιοπιστία των Μέσων στα Τάρταρα.
Η απαγόρευση λοιπόν των χαρακτηρισμών στο ρεπορτάζ δεν είναι προϊόν της προτεσταντικής ηθικής που δεν ευδοκιμεί στα δικά μας νότια κλίματα. Είναι μέσο αυτοπροστασίας του δημοσιογράφου και βελτιστοποίησης του δημοσιογραφικού έργου. Η ακριβής πληροφορία είναι ότι κάποιος κατηγορείται για ένα έγκλημα και όχι ότι κάποιος είναι εγκληματίας. Το τελευταίο είναι δουλειά άλλων να το κρίνουν και πάντως όχι των δημοσιογράφων.
Δυστυχώς στην Ελλάδα τα πάντα κινούνται από υπερβολή σε υπερβολή. Επειτα από ένα κρεσέντο κιτρινισμού των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (με χαρακτηρισμούς όπως «πα-ΤΕΡΑΣ», ή «ιδού ο ειδεχθείς δολοφόνος») περάσαμε στη λογοκρισία. Με την απαγόρευση της δημοσίευσης των ονομάτων όσων κατηγορούνται, απαγορεύτηκε ταυτόχρονα (και εδώ υπάρχει η τεράστια διαφορά) η δημοσιοποίηση πράξεων των διωκτικών αρχών. Τώρα και με αφορμή το ευαίσθητο θέμα της παιδικής πορνογραφίας ο κ. Χατζηγάκης σάλπισε διά των «ειδεχθών εγκληματιών» την επιστροφή στην πρότερη υπερβολή. Ο μέσος δρόμος, που είναι και ο δημοκρατικός, δεν μπορεί να βρεθεί;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 27.5.2008