Η κλήτευση ανταποκριτών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θέτει εκ νέου παλιά προβλήματα
Είναι ένα παλιό θέμα που έρχεται κάθε λίγο και λιγάκι στην επικαιρότητα. Το ηθικό ζήτημα για το τι πρέπει να κάνουν οι δημοσιογράφοι που είναι μάρτυρες στην τέλεση εγκληματικών πράξεων. Πρέπει να καταθέσουν ή όχι; Η συζήτηση ξεκίνησε πριν μερικούς μήνες όταν το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης κάλεσε δημοσιογράφους να καταθέσουν σχετικά με αυτά που είδαν στην φλεγόμενη Γιουγκοσλαβία. Ο ανταποκριτής της «Ουάσιγκτον Ποστ» Τζόναθαν Ράνταλ απάντησε με ένα ξερό «όχι». Η ανταποκρίτρια του BBC Τζάκι Ρόουλαντ πήγε να καταθέσει. Ο ανταποκριτής του «Ιντιπέντεντ», Ρόμπερτ Φισκ ήταν πιο ειλικρινής. Το πρόβλημα του είναι πως το συγκεκριμένο δικαστήριο εκδικάζει μόνο τα εγκλήματα πολέμου που η Δύση θέλει να ερευνήσει. «Εμείς οι δημοσιογράφοι δεν καλούμαστε να καταθέσουμε (σ.σ.: στη Χάγη) προς όφελος της διεθνούς δικαιοσύνης…», έγραψε. «Αν κάποτε υπάρξει ένα διεθνές δικαστήριο που να εκδικάζει όλους τους κακούργους μπορεί να αλλάξω γνώμη. Αλλά μέχρι τότε, η δουλειά ενός ρεπόρτερ δεν εμπεριέχει την υποχρέωση να πάει με το μέρος του κατήγορου.»
Το ζήτημα της κατάθεσης ή μη των δημοσιογράφων είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ζήτημα και δυστυχώς βγαίνει στην επιφάνεια με αφορμή μια δίκη που του προσθέτει πολυπλοκότητα. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης για εγκλήματα στην πρώην Γιουγκοσλαβία, είναι πολιτικά φορτισμένη υπόθεση, είναι στα όρια του Δικαίου – για την ακρίβεια: παράγει αυτή τη στιγμή δίκαιο, μη υπάρχοντος προηγούμενου δεδικασμένου – και κάθε απόφασή του πρέπει να συζητηθεί σε βάθος. Υπάρχουν πολλές πτυχές που πρέπει να εξετασθούν.
Η πρώτη είναι ολίγον συντεχνιακή για τους δημοσιογράφους. Στην 32σέλιδη έφεση που κατέθεσαν 37 ειδησεογραφικοί οργανισμοί κατά της απόφασης να κληθούν να καταθέσουν οι δημοσιογράφοι επισημαίνεται ότι αυτό που θα εφαρμοστεί τώρα στη Χάγη «δεν θα είναι μόνο νομικό προηγούμενο, αλλά θα θέσει νέα στάνταρτ και στα πεδία των μαχών». Με άλλα λόγια, αν αρχίσουν να καταθέτουν οι δημοσιογράφοι, η δουλειά τους θα γίνει πολύ πιο επικίνδυνη στις εμπόλεμες περιοχές. Είναι ένα σοβαρό επιχείρημα που δεν αφορά μόνο τους ρεπόρτερ, αλλά και τα μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων που βρίσκονται στα θέατρα των μαχών.
Το δεύτερο που πρέπει να εξετασθεί είναι η σχέση δημοσιογράφου – πηγών. Ο δικηγόρος του Ράνταλ δήλωσε ότι «οι πολεμικοί ανταποκριτές που καταθέτουν κινδυνεύουν να θεωρηθούν από τις πιθανές πηγές τους ως ένας ερευνητικός βραχίονας του δικαστικού συστήματος». Εδώ υπάρχει ένα δίκιο κι ένα άδικο. Το άδικο αφορά το γεγονός ότι έτσι κι αλλιώς δημοσιευμένα κείμενα χρησιμοποιούνται σε δίκες, οπότε η ερευνητική δουλειά ενός δημοσιογράφους είναι ντε φάκτο κομμάτι του δικαστικού συστήματος. Ένας δημοσιογράφος λοιπόν κινδυνεύει ούτως ή άλλως στην έρευνά του. Το δίκιο συνίσταται στη σχέση δημοσιογράφου – πηγής που θέλει να μείνει ανώνυμη. Εδώ πριν την δημοσίευση του άρθρου υπάρχει ένα άτυπο συμβόλαιο μεταξύ των δύο ατόμων: ο ένας μιλά κι άλλος υπόσχεται ότι ποτέ δεν θα αποκαλύψει την ταυτότητά του. Το συμβόλαιο αυτό είναι σεβαστό από το εθνικό δίκαιο δημοκρατικών χωρών και πρέπει να είναι σεβαστό από το ΔΠΔ. Στην συγκεκριμένη περίπτωση πάντως το ζήτημα δεν αφορά αποκάλυψη μη δημοσιευθέντων πληροφοριών ή ανωνύμων πηγών. Απλώς να επιβεβαιώσει με όρκο όσα ένας Σέρβος κατηγορούμενος του είχε δηλώσει και είχε δημοσιεύσει.
Το τρίτο θέμα αφορά γενικώς τη λειτουργία Διεθνών Δικαστηρίων και ποια νομική ηθική θα υπερισχύσει. «Αυτοί οι Ευρωπαίοι δικαστές», γράφει υποτιμητικά στην «Ιντερνάσιοναλ Χέρλντ Τρίμπιουν» ο Γουίλια Σαφάιρ, «δεν καταλαβαίνουν επουδενί…», ότι «…οι δημοσιογράφοι δεν θα μπορούν να μπαίνουν στα πεδία των μαχών ως αντικειμενικοί παρατηρητές… Η παρενόχληση του Ράνταλ είναι ουσιαστικά μια υπόθεση αυτοδικίας των Ευρωπαίων Δικαστών, οι οποίοι πιθανόν να περιφρονούν την πρώτη τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος… Νομοθετώντας με φετβάδες αυτοί οι δικαστές λένε στους δημοσιογράφους όλου του κόσμου ότι το Δικαστήριο του ΟΗΕ έχει το δικαίωμα να «αμφισβητεί όσα δημοσιεύουν» — μια εξουσία που λατρεύουν οι δικτάτορες, αλλά απαγορεύεται στο κράτος από το Αμερικανικό Σύνταγμα». Η άποψη αυτή είναι γκρόσο-μότο και το επιχείρημα της αμερικανικής κυβέρνησης σε ότι αφορά την δίωξη αμερικανών πολιτών από διεθνή δικαστήρια. Δεν έχουν τα εχέγγυα δίκαιης δίκης, αλά αμερικανικά.
Δεν υπάρχει μία συνταγή για το τεράστιο θέμα που έθεσε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης. Πολλές φορές δημοσιογράφοι κατέθεσαν σε εθνικά δικαστήρια κι έδωσαν μάχες για να κατοχυρώσουν αφενός την ανεξαρτησία του επαγγέλματός τους και αφετέρου να μην υποχρεώνονται να αποκαλύψουν τις πηγές τους. Το διεθνές δίκαιο που είναι εν τη γεννέσει του ξαναθέτει τα ίδια προβλήματα. Μόνο που αυτή τη φορά υπάρχει στο βάθος και η σύγκρουση φιλοσοφιών των εθνικών δικαίων…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 29.8.2002