Περίσσεψε η τηλεοπτική υστερία και γι’ αυτό το δραματικό γεγονός, για την εν ψυχρώ δολοφονία δύο αστυνομικών και την απόδραση του Μαξίμ Ζελίν. Χειρότερα: αυτή η υστερία θεωρείται πλέον κάτι σαν φυσικό φαινόμενο.
Μέχρι τώρα είχαμε δικηγόρους που έκαναν δίκες σε ζωντανή μετάδοση από τα τηλεπαραθύρια εσχάτως αποκτήσαμε και ψυχολόγους που κάνουν διαγνώσεις on camera και με βάση το κατά τεκμήριο ελλιπές (κυρίως επιστημονικά) ρεπορτάζ. «Ψυχανωμαλία» διέγνωσε εις εκ των τηλεψυχιάτρων, συμπίπτοντας με τις αποφάνσεις όλων των καφενόβιων αυτής της χώρας, οι οποίοι ακούγοντας τα σπαρακτικά των τηλερεπόρτερ για «το ψυχρό βλέμμα του δολοφόνου», για «το λύκο της στέπας με τη μία σφαίρα» κατέληξαν στο εμβριθές συμπέρασμα: «ψυχανώμαλος θα ‘ταν ο τύπος…».
Περίσσεψε η τηλεοπτική υστερία και γι’ αυτό το δραματικό γεγονός, για την εν ψυχρώ δολοφονία δύο αστυνομικών και την απόδραση του Μαξίμ Ζελίν. Χειρότερα: αυτή η υστερία θεωρείται πλέον κάτι σαν φυσικό φαινόμενο. Περνάει στο ντούκου. Δεν προκαλεί, δεν δημιουργεί τάσεις για έμετο. Κανείς δεν ασχολείται με τον διαγωνισμό επιθέτων από τους δημοσιογράφους, οι οποίοι αντί να μας ενημερώνουν βάλθηκαν «να μας φτιάχνουν». Κανείς δεν ασχολείται με τις καραμπινάτες παραβιάσεις εκείνου του έρμου κώδικα δεοντολογίας των Ενώσεων Συντακτών που αραχνιάζει σε κάποιους δικτυακούς τόπους: «Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει: Να αντιμετωπίζει με διακριτικότητα και ευαισθησία τους πολίτες, όταν αυτοί βρίσκονται σε κατάσταση πένθους, ψυχικού κλονισμού και οδύνης, καθώς και αυτούς που έχουν εμφανές ψυχικό πρόβλημα, αποφεύγοντας να προβάλει την ιδιαιτερότητά τους. (…) Να ελέγχει και να τεκμηριώνει τις πληροφορίες, που αναφέρονται στον ευαίσθητο τομέα της υγείας, όπου η παραπλανητική πληροφόρηση και η εντυπωσιακή προβολή μπορούν να προκαλέσουν αδικαιολόγητη αναστάτωση στην κοινή γνώμη.» (Άρθρο 2) Κανείς δεν έψαξε να βρει τι κρύβεται πίσω από το αποτρόπαιο έγκλημα να μας διαφωτίσει πως και γιατί ένας άνθρωπος φτάνει σ’ αυτό το σημείο. Κατόπιν αυτοκτονίας μαθαίνουμε ότι ο σκληρός δολοφόνος «ήταν της σφαλιάρας στη φυλακή και κουβαλούσε καφέδες», «βιάσθηκε κατ’ επανάληψη» από συγκρατούμενούς του (οι φύλακες που ήταν;) και άλλα φριχτά.
Φυσικά, κανένα προηγούμενο τραύμα δεν δικαιολογεί ένα έγκλημα και μάλιστα διπλό. Μόνο που αυτή η επιφανειακή και ταυτόχρονα εμετική δημοσιογραφία των επιθέτων δεν αποτρέπει τέτοιου τύπου μελλοντικά εγκλήματα. Η διάγνωση περί «ψυχανωμαλίας» μπορεί να βολεύει συγκυριακά πολλούς. Από τον αρχηγό της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.) που απρεπώς μας παρέπεμψε για απαντήσεις στον Άγιο Πέτρο, μέχρι τους τηλερεπόρτερ με την λιγωμένη φωνή που δεν χρειάστηκαν να ψάξουν παραπάνω το πως και γιατί. Η ιστορία αυτή θα κλείσει με τα θεμιτά ερωτηματικά για την οργάνωση της ΕΛ.ΑΣ., αλλά ταυτόχρονα στις φυλακές θα συνεχίσει να κατασκευάζεται ο επόμενος Μαξίμ Ζελίν.
Η αντίστροφη μέτρηση για τους δύο αστυνομικούς δεν ξεκίνησε την στιγμή που ο ψηλός Ρώσος μπήκε στην κλούβα, αλλά πολύ νωρίτερα. Ξεκίνησε σ’ αυτές τις μαύρες τρύπες της ελληνικής κοινωνίας που κατ’ ευφημισμό ονομάζονται «σωφρονιστικά ιδρύματα». Ο σωφρονισμός δεν είναι ηθική επιταγή ?εμείς οι «ενάρετοι» που φερόμαστε ανθρωπινά στους παραστρατημένους? αλλά πολύ πρακτική ανάγκη. Είναι η μόνη αξιόπιστη λύση για την περιορισμό της εγκληματικότητας. Είναι προς το συμφέρον μας για να ελαχιστοποιήσουμε τον αριθμό των τραγικών συμβάντων σαν αυτό της Κατάρας…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 4.1.2006