Ένας δημόσιος ΟΤΕ δεν πρόκειται ποτέ να βρεθεί στην πρωτοπορία της τεχνολογίας. Δεν είναι στη φύση του.
Πολύ καιρό τώρα η τηλεόραση παίζει μια ξεκαρδιστική διαφήμιση. Κάποιος νεαρός άνδρας ανεβαίνει σ’ ένα πλοίο και δέχεται μια αναπάντεχη εξυπηρέτηση. Οι καμαρότοι σκοτώνονται να του πάρουν τις βαλίτσες, οι σερβιτόροι του φέρνουν αμέσως τον καφέ, και ο καπετάνιος υποκλίνεται λέγοντας: «Aφεντικό! Δεν σας περιμέναμε από ‘δω!»
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ο κ. Παναγής Βουρλούμης εμπνεύσθηκε την ομιλία του από τη συγκεκριμένη διαφήμιση του ΛΟΤΤΟ, αλλά τίθεται ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί με το χέρι στην καρδιά: πότε κάποιος από μας (μην ξεχνάμε: είμαστε τα αφεντικά του ΟΤΕ) μπήκε σε κάποιο υποκατάστημα κι έζησε την εξυπηρέτηση που πρέπει να έχει ως αφεντικό;
Δεν εννοούμε τους τεμενάδες, που κακώς κάνουν οι υπάλληλοι στα αφεντικά τους. Δεν εννοούμε καν τη στοιχειώδη ευγένεια που πρέπει να έχουν οι πωλητές στους πελάτες τους. Εννοούμε: πότε εξυπηρετηθήκαμε επί της ουσίας;
Οι υπηρεσίες του ΟΤΕ ιστορικά υπολείπονταν και των τεχνολογικών εξελίξεων και αναγκών μας. Οταν υπήρχε ζήτηση για υπηρεσίες φωνής, ο ΟΤΕ έκανε δέκα χρόνια για να μας περάσει το ταπεινό τηλέφωνο. Οταν όλος ο κόσμος δικτυωνόταν, ο ΟΤΕ δεν παρείχε τις ειδικές γραμμές μεταφοράς δεδομένων. Οταν όλοι προωθούσαν το DSL, στην Ελλάδα δεν υπήρχαν διαθέσιμες πύλες. Είναι σίγουρο ότι και την επόμενη τεχνολογία αιχμής ο Ελληνας καταναλωτής θα την έχει με υστέρηση κάποιων χρόνων.
Πολλοί πιστεύουν ότι γι’ αυτήν την κατάσταση ευθύνονται οι εργαζόμενοι στον Οργανισμό, «οι τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι» όπως συνηθίζουμε να αφορίζουμε. Αυτό είναι λάθος. Η αλήθεια είναι ότι οι συνδικαλιστικές τους ηγεσίες έχουν ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης: έχουν βολευτεί στο σημερινό τέλμα και κάθε εξέλιξη είναι απειλή γι’ αυτούς. Δεν είναι, όμως, αυτός ο βασικός λόγος της υστέρησης του ΟΤΕ. Αυτή οφείλεται κυρίως στον δημόσιο χαρακτήρα του οργανισμού.
Ας υποθέσουμε ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1980 είχε διοριστεί στη διοίκηση του οργανισμού -έστω με τα γνωστά κομματικά κριτήρια? ένα φωτεινό πνεύμα. Βλέπει την επανάσταση του internet που έρχεται κι αποφασίζει να επενδύσει σ’ αυτήν. Αυτός κατ’ αρχήν θα κατηγορούνταν για λακές των «φονιάδων των λαών». Θα ήθελε να εντάξει την Ελλάδα στο «άρμα του αμερικανικού πολιτιστικού ιμπεριαλισμού». Δεν είναι αστείο: οι πρώτες κατηγορίες που εκτοξεύτηκαν κατά του διαδικτύου ήταν ότι προωθεί την πορνογραφία και τον «πολιτιστικό ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ».
Δεύτερον: θα καθόταν στο σκαμνί. Οταν υπάρχουν πολλά αφεντικά, το ρίσκο ποινικοποιείται. Το να επενδύσει κάποιος σε μια τεχνολογία με αβέβαια αποτελέσματα, μπορεί να θεωρηθεί διασπάθιση του δημοσίου χρήματος. Αρα ο ΟΤΕ ?ακόμη κι αν είχε τον Στιβ Τζομπς ή τον Μπιλ Γκέιτς στο τιμόνι? δεν θα προωθούσε ποτέ κάτι νέο, επειδή το ρίσκο γι’ αυτούς που αποφασίζουν είναι πολύ μεγαλύτερο από τα πιθανά οφέλη. Οι επιχειρηματικές αποφάσεις με ρίσκο καταλήγουν στη Βουλή και γίνονται δαμόκλειος σπάθη για όσους τις λαμβάνουν. Για του λόγου το αληθές, ρωτήστε τον κ. Αράπογλου που αποφάσισε πάρει τη «Φίνανσμπανκ» ή τον κ. Βουρλούμη που αποφάσισε να εξαγοράσει την αλυσίδα «Γερμανός».
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, ένας δημόσιος οργανισμός είναι συντηρητικός. Οφείλει να είναι, διότι έτσι λειτουργεί η Δημοκρατία. Μέτοχοι του οργανισμού είναι και οι συντηρητικοί πολίτες που δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν την περιουσία τους.
Ετσι, λοιπόν, ο δημόσιος ΟΤΕ δεν πρόκειται ποτέ να βρεθεί στην πρωτοπορία της τεχνολογίας. Δεν είναι στη φύση του κι αυτό ίσως να απαντά στο ερώτημα που με αφίσες θέτουν οι συνδικαλιστές του οργανισμού: «Πωλείται ο ΟΤΕ. Γιατί;»
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 24.11.2006