60.000 άτομα υποβάλλουν δηλώσεις επί ματαίω
Στην Ελλάδα κατά καιρούς γίνονται της μόδας διάφορα μέτρα στα οποία επενδύουμε τις ελπίδες μας για τη μαγική λύση εξαιρετικά περίπλοκων προβλημάτων. Ένα από αυτά είναι και το «πόθεν έσχες». Η φιλοσοφία του ακούγεται καλή: εκείνοι που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα καλούνται να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες. Δίνουν στη δημοσιότητα ή στις δικαστικές αρχές τον κατάλογο των περιουσιακών τους στοιχείων αιτιολογώντας μεγάλες μεταβολές. Στην ουσία καλούνται να αποδείξουν κατ’ έτος ότι δεν έκλεψαν.
Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι το «πόθεν έσχες» δεν λειτούργησε σχεδόν ποτέ. Οι πολιτικοί καταθέτουν κάθε έτος τις δηλώσεις τους οι οποίες χρησιμεύουν μόνο για να γίνεται ένα ιδιότυπο ανάγνωσμα στις εφημερίδες: βγάζουμε τα τοπ-10 των πλουσίων και τα τοπ-20 των φτωχών βουλευτών και ξεμπερδεύουμε με το ερώτημα της διαφθοράς στην πολιτική.
Κι ενώ το «πόθεν έσχες» των πολιτικών κατέληξε σε φαρσοκωμωδία, ουδείς ασχολήθηκε με τα αίτια της αποτυχίας του. Αντιθέτως: έχοντας ένα αποτυχημένο σύστημα, το επεκτείναμε και σε άλλους: στους δημόσιους υπαλλήλους (εμβαθύνοντας κατ’ ουσία τον έλεγχο για την διαχείριση του δημόσιου χρήματος) και στους δημοσιογράφους προσπαθώντας να λύσουμε και το πρόβλημα της διαπλοκής.
Το σημείο αυτό πρέπει να το προσέξουμε: είχαμε μια αποτυχία στον έλεγχο της διαφθοράς για μια μικρή ομάδα ανθρώπων (βουλευτές και υπουργούς) και αυτήν την αποτυχία την διογκώσαμε κάθετα και οριζόντια. Κάθετα στον κρατικό μηχανισμό και οριζόντια σε ανθρώπους εκτός του κράτους. Είχαμε δηλαδή μια μικρή αποτυχία και την κάναμε μεγάλη. Αποτύχαμε με μια μέθοδο να λύσουμε το πρόβλημα της διαφθοράς και προσπαθούμε με την ίδια μέθοδο να λύσουμε και το πρόβλημα της διαπλοκής. Είχαμε μια βιοτεχνία που έβγαζε σκάρτο προϊόν και την μεγεθύναμε σε βιομηχανία. 60.000 άτομα καλούνται σήμερα επι ματαίω να υποβάλουν δηλώσεις «πόθεν έσχες».
Εδώ μπαίνει ένα δεύτερο ζήτημα: γιατί να υποβάλλουν δηλώσεις πόθεν έσχες οι δημοσιογράφοι; Η παραβίαση του απορρήτου του ιδιωτικού βίου που γίνεται με τις δηλώσεις έχει νόημα για όσους διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα. Οι δημοσιογράφοι όμως δεν διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα. Μπορεί να επηρεάζουν με τα γραπτά τους τις αποφάσεις εκείνων που το διαχειρίζονται, αλλά οι ίδιοι δεν βάζουν το χέρι στον δημόσιο κορβανά. Εξάλλου υπάρχει αποτελεσματικότερος τρόπος ελέγχου της διαπλοκής των δημοσιογράφων. Λέγεται «κράξιμο» και λειτουργεί: ρίχτε μια ματιά στην αναγνωσιμότητα και την θεαματικότητα των παραγόμενων έργων μας…
Φυσικά, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε το βραχνά της διαπλοκής. Είναι υπαρκτός και μεγάλος. Απλώς πρέπει πάντα να προσέχουμε τι δικαιώματα παραχωρούμε σε κάθε εξουσία. Ακόμη κι ένα τέλειο σύστημα ελέγχου των δηλώσεων πόθεν έσχες των δημοσιογράφων αφαιρεί ένα πολύτιμο δικαίωμα -ανθρώπων που δεν ανήκουν στον κρατικό μηχανισμό- για να δώσουν ένα αμφισβητούμενο αποτέλεσμα διαφάνειας. Πιθανώς αύριο κάποιοι να θελήσουν να επεκτείνουν το πόθεν έσχες και σε εμπόρους. Που ξέρουμε ότι αυτοί που πλούτισαν, δεν έκλεβαν στο ζύγι;
Το πόθεν έσχες ξεκίνησε ως εθελοντική παραχώρηση ατομικού δικαιώματος των ασχολούμενων με τα κοινά για να «διασωθεί η τιμή του πολιτικού κόσμου». Αυτή η εθελοντική παραχώρηση δικαιώματος κατέληξε σε καταναγκαστική υποχρέωση ή παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων. Πρέπει να το ξανασυζητήσουμε και όχι στη βάση αν επαρκούν οι υπάλληλοι της αντιεισαγγελίας για να ελέγξουν τους όγκους χαρτιών που έχουν μαζευτεί σε ένα υπόγειο. Πρέπει να το ξαναδούμε στη βάση ποιών προβλημάτων θέλουμε να λύσουμε, με ποιο τρόπο και με τι κόστος…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 15.9.2003