Οι καταλήψεις έχουν καταντήσει η τυραννία ενεργητικών μειοψηφιών σε βάρος της αδιάφορης πλειοψηφίας.
Aυτή η χώρα έχει άσχημη εμπειρία από τους αποκαλούμενους «κοινωνικούς αυτοματισμούς». Σε κάποιες περιπτώσεις θρήνησε και νεκρούς, όταν «αγανακτισμένοι» «πολίτες» ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν δουλειές που τα όργανα του κράτους «δεν μπορούσαν» ή «δεν τους άφηναν».
Με τον μανδύα του «αυτοματισμού» κινήθηκε προδικτατορικά το παρακράτος, με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί ο βουλευτής Γρηγόρης Λαμπράκης: κάποιοι εθνικόφρονες διαμαρτυρήθηκαν εντόνως για το γεγονός ότι οι «εχθροί του έθνους μπορούσαν να διαδηλώνουν τις βλαπτικές για τη χώρα απόψεις τους».
Με το πρόσχημα του «αυτοματισμού» κινήθηκαν κάποιοι θερμοκέφαλοι της ΟΝΝΕΔ για να λύσουν τις καταλήψεις των σχολείων, με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί πριν από 13 χρόνια σε συμπλοκές ο καθηγητής Νίκος Τεμπονέρας.
Εχει δίκιο λοιπόν η κυβέρνηση να αποδοκιμάζει ρητά τακτικές «κοινωνικού αυτοματισμού», από πολίτες που αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας δουλειά που θα έπρεπε να κάνει το κράτος. Οι κίνδυνοι είναι πολύ μεγαλύτεροι από τα πιθανά οφέλη της λειτουργίας των σχολείων. Σε τέτοιες καταστάσεις «τα αίματα ανάβουν» και τα αποτελέσματα μπορεί να είναι οδυνηρά.
Γι’ αυτό ο «ενεργητικός κοινωνικός αυτοματισμός» πρέπει όχι μόνο να αποθαρρύνεται αλλά και να πατάσσεται. Μια παράνομη δράση δεν μπορεί να καταπολεμηθεί με μια παράνομη αντίδραση. Μια παρανομία συν μια παρανομία δεν ισούται με νομιμότητα. Ισούται με δύο παρανομίες. (σ.σ.: για όσους ξαφνιάζονται επειδή δεν θυμούνται, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι καταλήψεις και σε αυτή τη χώρα τυπικώς είναι παράνομες).
Οι καταλήψεις δεν είναι καν νομιμοποιημένες κοινωνικά. Υπήρξαν και πρέπει να παραμείνουν το έσχατο όπλο μαζικών κινημάτων απέναντι σε αυταρχικά καθεστώτα. Νομιμοποιούνται ως το τελευταίο μέσο διαμαρτυρίας, κοινωνικών ομάδων που έχουν εξαντλήσει κάθε άλλη έκφραση.
Δυστυχώς, σήμερα οι καταλήψεις γίνονται για «ψύλλου πήδημα». Το όπλο της κατάληψης συκοφαντείται. Εχει καταντήσει η τυραννία ενεργητικών μειοψηφιών εις βάρος της εν πολλοίς αδιάφορης πλειοψηφίας. Μαζί όμως με τον «ενεργητικό κοινωνικό αυτοματισμό» (και τους κινδύνους που αυτός περικλείει) επιχειρείται από διάφορες πλευρές να ακυρωθεί και ο «παθητικός κοινωνικός αυτοματισμός». Κάθε ρητορική αντίδραση στις καταλήψεις εκ μέρους γονέων ή άλλων μαθητών περιγράφεται με τα σκαιά χρώματα, κάτι σαν «έφοδο μελανοχιτώνων στα κινήματα». Ασκείται ιδεολογική τρομοκρατία ενάντια σε ανθρώπους τα συμφέροντα των οποίων πλήττονται και οι οποίοι, στο κάτω κάτω της γραφής, δεν θέλουν να είναι όμηροι των επαναστατικών οραμάτων που κάποιες μειοψηφίες έχουν – όχι για την Παιδεία, αλλά για τον κόσμο και τον καπιταλισμό. Ετσι, στις καταλήψεις του 1999 οι δηλώσεις διαφωνίας κάποιων γονέων βαφτίστηκαν «δηλώσεις αποκήρυξης των παιδιών τους» και κάθε απόπειρα να αρθρωθεί ενάντιος λόγος βαφτίζεται «κοινωνικός αυτοματισμός».
Ε, λοιπόν πρέπει να υπάρξει «παθητικός κοινωνικός αυτοματισμός». Δεν μπορεί να μην εκφραστεί διαμαρτυρία εκείνων που πλήττονται από την επαναστατική γυμναστική διάφορων πολιτικών σχηματισμών. Ούτε ένας σύλλογος γονέων και κηδεμόνων από τα 650 σχολεία που βρίσκονται σε κατάληψη (σημειωτέον: οι μαθητές δεν έχουν ακόμη εκλέξει 15μελή συμβούλια για να τους εκπροσωπούν) δεν διαφωνεί; Κανείς γονιός ή μαθητής δεν θέλει να αντιδράσει;
Πιθανότατα να είναι οι περισσότεροι. Μόνο που δεν μιλούν, είτε γιατί δεν είναι οργανωμένοι, είτε γιατί φοβούνται ότι θα χαρακτηριστούν «αντιδραστικοί», «χαφιέδες», «ανάλγητοι» ή ακόμη χειρότερα: θα βαφτιστούν «κοινωνικά αυτόματα». Ετσι λοιπόν η πλειονότητα σιωπά, αφήνοντας χώρο σε ενεργητικές μειοψηφίες να παρανομούν χωρίς αντίλογο. Και πιθανώς χωρίς λόγο: ξέρει κανείς σήμερα ποια είναι τα αιτήματα των καταλήψεων;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 20.10.2006