Μια χώρα που θα χάσει τα επόμενα χρόνια και την μόνη εναπομείνασα βιομηχανία -εκείνη του τουρισμού- και θα μείνει με την απορία «μα, τι κάνει τελικά το κράτος;»
Κάποτε στις διακοπές μπορούσαμε να θαυμάσουμε το κάλλος της Ελλάδας. Εκείνο που τραγούδησαν οι ποιητές της γενιάς του μεσοπολέμου και στιγματίσαμε ανεπανόρθωτα με μπετό κι ασχήμια οι νεοέλληνες. Τώρα οι εκτός των τειχών εκδρομές χρησιμεύουν στην εθνική μας αυτογνωσία. Οι μικρές κοινότητες που επισκεπτόμαστε αποτελούν μικρογραφίες της χώρας, τα προβλήματα και οι νοοτροπίες εμφανίζονται ανάγλυφα. Όλα αυτά που χάνονται στο χάος της Αθήνας, τα οποία για πολλούς αποτελούν λέξεις στις εφημερίδες και νούμερα στις στατιστικές εκεί είναι προβλήματα με ονοματεπώνυμο.
Φίλος που επισκέφθηκε μικρό νησί της Δωδεκανήσου τηλεφώνησε απελπισμένος. Είδε ολόκληρη την χώρα σε λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα, την ελληνική κοινωνία σε 500 ανθρώπους : Το νησί έχει 300 μόνιμους κατοίκους και 185 Αλβανούς μετανάστες, φυσικά για τις χειρωνακτικές δουλειές. Από τους τριακόσιους γηγενείς οι 57 δουλεύουν στον Δήμο, ο οποίος επειδή είναι μικρός και χωρίς έσοδα συνήψε πρόσφατα δάνειο για να πληρώσει τους μισθούς. Το νησί δεν έχει πόρους πέραν του -ακριβού για τα διεθνή δεδομένα- τουρισμού, αλλά κανείς προφανώς δεν ανησυχεί: «Κάτι θα βρεθεί στο μέλλον. Σιγά μην σκάσουμε…»
Το τουριστικό παρόν πάντως στη χώρα περιγράφεται γλαφυρά από την φίλη Κάτια Μηλιαράκη στο χθεσινό «Έθνος»: «…όταν λέμε “πολυτελή ενοικιαζόμενα δωμάτια σε μια πράσινη όαση σε ιδιωτική παραλία” συνήθως εννοούμε προκάτ δωματιάκια παρακείμενα σε πρώην λιμανάκι, νυν σκουπιδότοπο, φουλ στην καρπουζόφλουδα και την πλαστική σακούλα. Η δε παροχή υψηλών υπηρεσιών ισούται με το μοντέλο μάνατζμεντ τύπου: η γιαγιά πλένει και σιδερώνει, η σύζυγος μαγειρεύει τοπικά ντελικατέσεν, ο σύζυγος το παίζει κρατήσεις, ρουμ-σέρβις, κηπουρός δημόσιες σχέσεις και ο ΕΟΤ εγκρίνει και κοστολογεί με 65 ευρώ τη νύχτα…»
Αυτή είναι λοιπόν η Ελλάδα που συναντά κανείς βγαίνοντας από την κόλαση που έχουμε φτιάξει στην Αθήνα. Μια χώρα που έχασε την παράδοση και το χρώμα της αλλά δεν εκσυγχρονίστηκε. Που αποκέντρωσε εξουσίες στην Τοπική Αυτοδιοίκηση για να αποκεντρώσει το ρουσφέτι και τη διαφθορά. Μια Ελλάδα που πάντα κάποιος της φταίει (εγχώριες ή αλλοδαπές -αλλά σίγουρα «σκοτεινές»- δυνάμεις) αλλά δεν κοιτάχτηκε μέχρι σήμερα στον καθρέφτη. Μια Ελλάδα που πάντα περιμένει το καλύτερο, αλλά μόνο από τα πάνω. Μια χώρα που θα χάσει τα επόμενα χρόνια και την μόνη εναπομείνασα βιομηχανία -εκείνη του τουρισμού- και θα μείνει με την απορία «μα, τι κάνει τελικά το κράτος;».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 27.6.2003