Υπάρχει η αυξανόμενη παραβατικότητα ομάδων νέων και από την άλλη πλευρά υπάρχει ο κίνδυνος αυξημένης καταστολής εκ μέρους των αρχών.
Tίποτε καλό δεν προμηνύει η όξυνση της σύγκρουσης με πρόσχημα την παιδεία. Χειρότερο όμως θα είναι ένας φίλαθλου τύπου διχασμός μεταξύ οπαδών της εξέγερσης και οπαδών της τάξης.
Αυτή τη στιγμή ο καθοδηγούμενος από τη ρηχή τηλεόραση δημόσιος διάλογος δημιουργεί ένα περίεργο διχασμό, που θα έχει στην καλύτερη των περιπτώσεων θύμα τη νομιμότητα.
Ετσι, από τη μία πλευρά υπάρχει η αυξανόμενη παραβατικότητα ομάδων νέων και από την άλλη πλευρά υπάρχει ο κίνδυνος αυξημένης καταστολής εκ μέρους των αρχών, σαν εκδίκηση για έκτροπα που δεν μπόρεσαν (ή δεν τους επετράπη) να αντιμετωπίσουν τα προηγούμενα χρόνια.
Ετσι βλέπουμε από τη μια μεριά να συγκροτείται ο συνήθης θίασος των υπερασπιστών κάθε συλληφθέντα (και η έκδοση ετυμηγορίας από τα τηλεοπτικά παράθυρα: «αυτούς που συνέλαβαν δεν είναι οι κουκουλοφόροι») και από την άλλη πλευρά είδαμε στις τηλεοράσεις αναίτια βία κατά ομάδων φοιτητών που ειρηνικώς διαδήλωναν.
Από τη μία πλευρά έχουμε τις συνήθεις κραυγές για παραβίαση της δικονομικής τάξης (επειδή για πρακτικούς λόγους πήγαν οι εισαγγελείς στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών αντί να πάνε οι συλληφθέντες στην Εισαγγελία) και από την άλλη πλευρά έχουμε κατηγορητήρια που περιλαμβάνουν ακόμη και «σύσταση συμμορίας».
Αυτή τη στιγμή οι αρχές έχουν εύφλεκτο υλικό στα χέρια τους. Υπάρχει η πάνδημη απαίτηση να τελειώνει η ανομία κάποιων ακραίων στοιχείων που καίνε κάθε λίγο και λιγάκι το κέντρο της Αθήνας. Υπάρχει όμως και η άρρητη επιταγή της Δημοκρατίας που θέλει την ανομία να αντιμετωπίζεται μόνο με νομιμότητα. Θέλει τις αρχές να εφαρμόζουν τον νόμο τηρώντας τον. Εδώ οι ισορροπίες είναι λεπτές και οι γενικεύσεις δεν βοηθούν. Οι ιαχές τύπου «όλοι είναι αθώοι» ή «τι να κάνουν τα παιδιά; ξεσπούν πετώντας και καμιά μολότοφ» είναι εξίσου επικίνδυνες με τις ιαχές «κρεμάστε όποιον βρείτε ψηλά».
Η αστυνομία σε πρώτη φάση και η δικαιοσύνη κατόπιν οφείλει να λειτουργήσει χειρουργικά. Οι τομές πρέπει να είναι βαθιές, σταθερές και τεκμηριωμένες. Δεν είναι εύκολη δουλειά, αλλά ποτέ η απονομή της δικαιοσύνης δεν ήταν εύκολη δουλειά.
Σήμερα στη χώρα έχουμε μια ηθική απονομιμοποίηση της νομιμότητας. Είναι πολλοί εκείνοι που θεωρούν ότι η εφαρμογή του νόμου είναι μια σχετική διαδικασία. Οτι κάθε πράξη πρέπει να κρίνεται και σε σχέση με τους σκοπούς που ο πράττων διακηρύσσει ότι έχει. Γι’ αυτό υπάρχουν δύο μέτρα και σταθμά στην αξιολόγηση της βίας. Αν η βία προέρχεται από την άκρα Αριστερά, έχουμε «παιδιά που βράζει το αίμα τους και εκφράζουν με δυναμικό τρόπο την απελπισία τους». Αν προέρχεται από την άκρα Δεξιά τότε πρόκειται για «φασίστες που προσπαθούν να καταλύσουν το πολίτευμα». Στην πρώτη περίπτωση τα μάτια κλείνουν ερμητικά σε κάθε παραβίαση του νόμου. Χειρότερα: σε πολλές περιπτώσεις απέτρεψε την απονομή δικαιοσύνης.
Σ’ αυτήν την αιτιολόγηση της ανομίας κανένας δημοκρατικός πολίτης δεν πρέπει να απαντήσει με αιτιολόγηση της ανομίας από την πλευρά των δυνάμεων τάξης. Κανείς δεν πρέπει να πει «ε, και τι να κάνουν και οι αστυνομικοί; Παιδιά είναι κι αυτά. Βράζει το αίμα τους και μπορεί να χρησιμοποιήσουν και το κλομπ ανάποδα».
Ετσι δεν πρόκειται να λυθεί κανένα πρόβλημα. Απλώς θα μετατεθεί στην απέναντι πλευρά. Πιθανώς δε και να το διογκώσει.
Γι’ αυτό τώρα πρέπει να λειτουργήσουν αυστηρά οι δικανικοί κανόνες. Πρέπει η ελληνική πολιτεία να αποδείξει για μια ακόμη φορά ότι λειτουργεί ως κράτος δικαίου. Δεν χαρίζεται σε κανένα, αλλά και δεν εκδικείται κανένα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 13.3.2007