Η Αριστερά στην Ελλάδα, αντί να παράγει έργο, αναρωτιέται γιατί είναι τόσο αμερικανική (δηλαδή, κακή) η παγκοσμιοποίηση και μένει μονίμως με την απορία χαραγμένη στο πρόσωπο.
Ο κ. Γιώργος Μαργαρίτης είναι ένας αξιόλογος ιστορικός που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Έχει γράψει την πιο ολοκληρωμένη «Ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου» στην Ελλάδα και ανήκει στο χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς. Δημοσίευσε, λοιπόν, ένα άρθρο με τον τίτλο «Διαδίκτυο και Ιστορία: Η σκοταδιστική νέα γνώση» («Αυγή 19.10.2003)
Ο τίτλος μόνο του άρθρου δίνει μια καλή ιδέα για το περιεχόμενο, το οποίο όπως είναι φυσικό πάσχει από τις γνωστές νεοελληνικές και Αριστερές ασθένειες: Είναι απλώς διαπιστωτικό και μίζερο. Καταγράφει μια πραγματικά θλιβερή ελληνική πραγματικότητα, δεν προχωρεί στα δια ταύτα και φυσικά γενικεύει αδικαιολόγητα.
Ως νεοπροσύλητος στον κυβερνοχώρο ο κ. Μαργαρίτης διαπιστώνει πως «η κυριαρχία των μεγάλων, και δη των Αμερικανών, στις πληροφορίες που το Διαδίκτυο παρέχει είναι προφανής και απόλυτη, όπως και η εικόνα του κόσμου που εκπορεύεται από αυτή. Mια αναζήτηση στο λήμμα “Αθήνα, ATHENS”, στο Διαδίκτυο εμπεριέχει περισσότερες πληροφορίες για τις ομώνυμες πόλεις των ΗΠΑ παρά για την ιστορική πρωτεύουσα της μικρής Ελλάδας.»
Ναι, πραγματικά η κυριαρχία των Αμερικανών στον κυβερνοχώρο είναι σχεδόν απόλυτη κι αυτό γιατί πολλοί Αμερικανοί (ιδιώτες κι εταιρίες) στρώνουν τον ποπό τους και περνούν πληροφορία στο διαδίκτυο, φτιάχνουν σελίδες, προβάλλουν τον τόπο τους και επόμενο είναι να υπάρχουν περισσότερα λήμματα για την «Αθήνα» της Georgia USA, παρά για την Αθήνα της μικρής Ελλάδας. Το διαδίκτυο είναι ένα αποκεντρωμένο Μέσο και οι πληροφορίες που υπάρχουν σ’ αυτό δεν πέφτουν από τον ουρανό. Ούτε τις τοποθετεί κάποια κεντρική εξουσία. Είναι κόπος και χρήμα, πανεπιστημίων, επιχειρήσεων, αλλά και ιδιωτών οι οποίοι δεν περνούν την ώρα τους στον καφενέ διαπιστώνοντας πόσο κακός είναι ο κόσμος, αλλά κάνουν κάτι γι’ αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση περνούν πληροφορία στο διαδίκτυο.
Η Αριστερά στην Ελλάδα έχει περάσει στον αστερισμό της δαιμονολογίας. Αναρωτιέται γιατί είναι τόσο αμερικανική (δηλαδή, κακή) η παγκοσμιοποίηση και μένει μονίμως με την απορία χαραγμένη στο πρόσωπο. Όπως έμεινε ο κ. Μαργαρίτης όταν ψάχνοντας στο διαδίκτυο διαπίστωσε πως για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 «το πρώτο που χωρίς δυσκολία θα ανακαλύψει είναι η -εκφρασμένη δημόσια- άποψη του Μουσολίνι για τον πόλεμο. Διάφορα κέντρα “ιστορικών μελετών” που φιλοξενούνται στις ιστοσελίδες διαπνέονται από έντονη νοσταλγία “παλαιών καλών εποχών” ή, στην αθώα εκδοχή τους, γοητεύονται από την ευκολία με την οποία μπορεί κανείς να εισαγάγει στις ιστοσελίδες το επίσημο, το καταγεγραμμένο. Οι λόγοι ενός ηγέτη ισχυρής δύναμης αποτελούν εύκολη πρώτη ύλη για τέτοιου είδους αναφορές. Φυσικά οι αντίστοιχοι λόγοι του Mεταξά ή του Kορυζή της περιόδου, δεν υπάρχουν, όσο γνωρίζουμε, στον ηλεκτρονικό χώρο.»
Και για να έχουμε το καλό ρώτημα: ποιος έπρεπε να περάσει στο διαδίκτυο τους «λόγους του Mεταξά ή του Kορυζή της περιόδου»; Εγώ; Ο αδαής δημοσιογράφος που δεν έχω πρόσβαση στα κείμενα (αλλά πολύ θα ήθελα να είχα) ή το ιστορικό τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης στο οποίο εργάζεται ο κ. Μαργαρίτης και το οποίο θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από Ευρωπαϊκά προγράμματα για αυτή τη συγκεκριμένη δουλεία -προγράμματα τα οποία μένουν ανεκμετάλλευτα;
Οι διαπιστώσεις του κ. Μαργαρίτη για την ηλεκτρονική γνώση είναι ορθές. Οι λύσεις είναι απούσες. Γκρινιάζει στο άρθρο του για το γεγονός ότι αν δώσει στις μηχανές αναζήτησης του διαδικτύου την λέξη «αντίσταση» («resistance») «θα ανακαλύψετε ότι παραπέμπει κυρίως σε οργανώσεις που προασπίζονται την λευκή και άρια Αμερική ή τις Ευαγγελικές αξίες ή και στον μέγα φόβο των προηγμένων λαών του σήμερα: στην αντίσταση των μικροβίων στα αντιβιοτικά, κάτι που προφανώς δεν αφορά αυτούς που δεν έχουν αντιβιοτικά.»
Αναρωτήθηκε άραγε γιατί; Πως θα του φαινόταν άραγε η λύση να περάσει ο ίδιος με τους φοιτητές του (και με χρηματοδότηση της Ε.Ε.) τα πραγματικά αξιόλογα βιβλία του στο διαδίκτυο; Η αμερικανοί συνάδελφοί του το έκαναν. Χωρίς να χρηματοδοτηθούν από πουθενά. Αν δεν μας πιστεύει, ας επισκεφθεί την διεύθυνση www.gutenberg.org.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 3.11.2003