Η συζήτηση περί παραταξιακού Τύπου στον 21ο αιώνα δεν είναι προσβλητική για τους δημοσιογράφους. Είναι πρωτίστως προσβλητική για τους αναγνώστες.
Το απρόσμενο κλείσιμο των δύο εφημερίδων και του ραδιοσταθμού της οικογένειας Αγγελοπούλου, έφερε πολλά στην επιφάνεια, εκείνα που εμείς οι δημοσιογράφοι ψιθυρίζαμε και οι αναγνώστες (και, σημειωτέον, πελάτες των Μέσων Ενημέρωσης) υποψιάζονταν. Ακούσαμε, για παράδειγμα, δύο εκδότες, να αποκαλύπτουν επαφές με κυβερνητικά στελέχη σχετικά με επιχειρηματικές τους κινήσεις. Στον ένα είχε προταθεί η απορρόφηση της εφημερίδας του από το συγκρότημα του «Ελεύθερου Τύπου» και όπως δήλωσε ο ίδιος «πήγα στον Καραμανλή και τον Ρουσσόπουλο και τους ρώτησα». Ετερος έκδοτης αποκάλυψε ότι ήθελε να αγοράσει τις εφημερίδες, και συζήτησε με κορυφαία κυβερνητικά στελέχη υποσχόμενος ότι «δεν θα κάνω αντιπολίτευση».
Τι το περίεργο μπορεί να αναρωτηθεί κανείς; Σε μια χώρα που οι εφημερίδες δεν θέλουν να είναι ανεξάρτητες, αλλά βαφτίζονται παραταξιακές δεν πρέπει οι εκδότες, οι φερέλπιδες, να συνεννοούνται με την εκάστοτε ηγεσία τής κάθε παράταξης για το πώς θα κινηθεί η εφημερίδα τους; Σ’ αυτό το πλαίσιο η απάντηση είναι «ναι», αλλά πάλι… προς τι ο κλαυθμός και οδυρμός για τις συρρικνούμενες κυκλοφορίες; Οταν κάποιοι εκδότες ομολογούν ότι για επιχειρηματικές τους κινήσεις δεν ψάχνουν την αγορά, αλλά ρωτούν τους πολιτικούς, τότε γιατί αναρωτιόμαστε πώς ο Τύπος έφτασε σε τέτοια χάλια;
Η δεκαετία του ’80 ανέδειξε τα «μπλε και πράσινα καφενεία» της επαρχίας, αλλά τα «μπλε και πράσινα καφενεία» του ελληνικού Τύπου προϋπήρχαν. Είναι εφημερίδες που δεν επαίρονται για την αξιοπιστία και την ανεξαρτησία της γνώμης τους, αλλά δημοσιεύουν πρωτοσέλιδα άρθρα που θα μπορούσαν να έχουν τίτλο «Εδώ ο συνεπής παραταξιακός Τύπος». Διαβάσαμε, π.χ., ότι αποτελεί προσβολή για την ιστορία του παραταξιακού Τύπου η ανάδειξη του «Ε.Τ.» σε «ναυαρχίδα», ενώ «η έκδοση της δικής μας εφημερίδας ήταν έμπνευση του Αλέξανδρου Παπάγου».
Αυτές τις μέρες πέριξ της πλατείας Κολωνακίου, όπου συντρώγουν πολιτικοί και δημοσιογράφοι, υπάρχει ένα θέμα συζήτησης: «το μέλλον του παραταξιακού Τύπου». Οι ίδιοι άνθρωποι που γράφουν και ελεεινολογούν την απαξία των κομμάτων προβληματίζονται για τις εφημερίδες των κομμάτων. Η συζήτηση δεν προσανατολίζεται στο τι πρέπει να κάνει η βιομηχανία της ενημέρωσης για να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές προκλήσεις της, αλλά «πώς θα πάει η κυβέρνηση σε εκλογές» και «τι θα κάνει ο Γιώργος χωρίς δική του εφημερίδα». Αυτό αφενός δείχνει την αμετροέπεια των ανθρώπων του Τύπου -θεωρούν εαυτούς καθοριστικό παράγοντα για τις πολιτικές εξελίξεις- και δεύτερον δείχνει ότι ζουν στην εποχή του Παπάγου, τότε που ίσχυε το «ή με κάνεις υπουργό ή βγάζω εφημερίδα».
Το κυριότερο πρόβλημα στη βιομηχανία του Τύπου είναι οι κατεστημένες αντιλήψεις, οι οποίες έχουν γίνει αδιαμφισβήτητα δόγματα. Μια από αυτές θέλει τους πελάτες οπαδούς, κοπάδια που παρασύρονται από «μπλε και πράσινες χάντρες» και δίνουν ένα παλιό πεντακοσάρικο για να διαβάσουν μια εικονική, αλλά πάντως παραταξιακή, πραγματικότητα. Στο τέλος τέλος, αυτή καθαυτή η συζήτηση περί παραταξιακού Τύπου στον 21ο αιώνα δεν είναι προσβλητική για τους δημοσιογράφους. Είναι πρωτίστως προσβλητική για τους αναγνώστες, οι οποίοι -παρεμπιπτόντως το αναφέρουμε- είναι οι πελάτες μας.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 26.6.2009