Ο κ. Κώστας Σημίτης κέρδισε με το σπαθί του μια θέση στην ελληνική ιστορία. Ήταν ο «λογιστής» που έγινε αναμορφωτής της σύγχρονης Ελλάδας.
Τούτη η στήλη έκανε σκληρή κριτική στον απελθόντα πρωθυπουργό. Ποτέ όμως άδικη. Στηλίτευσε τα κακώς κείμενα της διακυβέρνησής του κι επαίνεσε τα θετικά. Έκρινε αυστηρά την ατολμία του και δεν εφείσθη ενός καλού λόγου για τις τομές που έκανε. Δεν μεμψιμοίρησε και δεν γκρίνιαξε αδίκως. Αντιπολιτεύτηκε, όπως πρέπει πάντα να κάνει μια εφημερίδα χωρίς φόβο και κυρίως χωρίς ανόητο πάθος. Είπε τα «σύκα, σύκα και τη σκάφη, σκάφη» κι έτσι θα συνεχίσει.
Τώρα ο κ. Σημίτης βάλλεται. Όλως παραδόξως όχι από τους αντιπάλους του. Ο μεγαλύτερος πολιτικός του αντίπαλος -ο νυν πρωθυπουργός- αναγνώρισε τα θετικά του προκατόχου του. Σε συνέντευξή του στην γαλλική εφημερίδα «Φιγκαρό», ο κ. Κώστας Καραμανλής είπε ότι «η κυβέρνηση Σημίτη δεν ήταν κακή, αλλά έχασε κάποιες ευκαιρίες». Αυτή τη θετική αποτίμηση του έργου που έκανε ο κατ’ εξοχήν αντίπαλος του κ. Σημίτη δεν την επεφύλαξαν οι πραγματικοί του αντίπαλοι: το βαθύ κράτος του ΠΑΣΟΚ, το οποίο για μια ακόμη φορά απέδειξε την μικρότητά του και την φαυλότητά του. Τα «λαμόγια» που τόσα χρόνια ταλαιπώρησαν τον τόπο δεν είχαν να πουν μια καλή κουβέντα για τον άνθρωπο που -στο κάτω-κάτω της γραφής- τους ανέχθηκε και τελικά τους πλήρωσε με μια εκλογική ήττα. Είναι όλοι αυτοί οι κρατικοδίαιτοι που χειροκροτούν όποιο χέρι τους ταΐζει και θα το δαγκώσουν μόλις αντιληφθούν ότι δεν έχει άλλο. Είναι εκείνοι που θέλγονται από κάθε εξουσία και προσκυνούν κάθε πολιτική. Τους έχετε δει. Ήδη περιμένουν στους προθαλάμους των νέων (και μέχρι προχθές αντιπάλων) υπουργών να υποβάλλουν τα σέβη τους.
Ο κ. Κώστας Σημίτης κέρδισε με το σπαθί του μια θέση στην ελληνική ιστορία. Ήταν ο «λογιστής» που έγινε αναμορφωτής της σύγχρονης Ελλάδας. Υπήρξε ο πρωθυπουργός που δεν κολάκευε τις μάζες με τα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», αλλά προσπάθησε να μεταμορφώσει μια βαθιά βαλκανική, σε σύγχρονη και ευρωπαϊκή χώρα. Ο κ. Σημίτης δεν πάλεψε ενάντια στο κόμμα του κι έχασε. Ασχολήθηκε με τα μεγάλα και τον έφαγαν τα μικρά. Ειδικά ο περίγυρός του. Το ΠΑΣΟΚ, το οποίο τον εξέλεξε ως άχρωμη κι άοσμη λύση, ως βιτρίνα του εκσυγχρονισμού, ως άλλοθι για να συνεχίσει την άνομη νομή της εξουσίας του. Ένα ΠΑΣΟΚ στο οποίο κόλλησαν τόσες βδέλλες και δεν άφησαν ικμάδα από την μεταρρυθμιστική του ορμή. Ένα ΠΑΣΟΚ το οποίο έμεινε απλά ένα ήλιος, κάτι σαν κέλυφος αχινού, με ένα αρχηγό που προσπαθεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα.
Ο κ. Σημίτης ήταν ο τελευταίος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης. Έκλεισε αυτό το κεφάλαιο της πολιτικής ιστορίας του τόπου με την σωφροσύνη εκείνου που το άνοιξε, του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Κατά μια έννοια ολοκλήρωσε το έργο του. Έβαλε την Ελλάδα στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Συνέχισε, μετά από ένα μακρύ διάλειμμα, την πολιτική προσέγγισης με την Τουρκία, έκανε νέους θεσμούς του αστικού κράτους (π.χ. Ανεξάρτητες Αρχές), έσβησε το όνειδος της τρομοκρατίας, προχώρησε τις υποδομές της χώρας. Ακόμη και η χθεσινή ευρωπαϊκή εικόνα που παρουσίασε η χώρα (στις παραδόσεις και παραλαβές των υπουργείων) ήταν το τελευταίο ευρωπαϊκό δώρο του κ. Σημίτη σ’ αυτόν τον τόπο. ΄Έστειλε μήνυμα στους υπουργούς του με την πρωτόφαντη στην ελληνική ιστορία παράδοση του Μεγάρου Μαξίμου στο νέο πρωθυπουργό. Όταν ο πρώτος τη τάξει της κυβέρνησης παραδίδει, κανείς υπουργός δεν μπορεί να παρουσιάσει τις ανατολίτικες συμπεριφορές που υπήρξαν στο παρελθόν.
Ένα δεν έκανε και το πλήρωσε. Δεν αντιπαρατάχθηκε με τον χώρο του, αυτόν που υπονόμευσε κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης κι αλλαγής. Και συνεχίζει να το πληρώνει, με τις ύβρεις που τώρα εκτοξεύονται προς το πρόσωπό του.
Ο κ. Σημίτης άξιζε καλύτερης συμπεριφοράς από το κόμμα του. Εμείς, οι Έλληνες πολίτες, πρέπει να του πούμε αντίο με σεβασμό. Όπως αξίζει σε ένα ευρωπαίο πολιτικό, που προσπάθησε πολύ για να πετύχει μεγάλα. Πρέπει να του συμπεριφερθούμε, όπως ακριβώς του φέρθηκε ο νέος αρχηγός του κράτους, ο κ. Καραμανλής, ο οποίος περίμενε υπομονετικά στο κεφαλόσκαλο μέχρι που το αυτοκίνητο το απελθέντος πρωθυπουργός έφυγε από το Μέγαρο Μαξίμου.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 11.3.2004