Αν δεν απαιτήσουμε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα εγγυάται μια κατώτατη σύνταξη για όλους και από κει και πέρα να έχει καθείς τον έλεγχο των αποταμιεύσεών του, θα ζούμε ένα τερατώδη γραφειοκρατικό μηχανισμό που θα αναπαράγει ανισότητες και φτώχεια.
Τώρα που τέλειωσε κι αυτή η μάχη του ασφαλιστικού ήρθε η ώρα να το σκεφτούμε. Να δούμε τι χάνουμε και τι κερδίζουμε από τις νέες ρυθμίσεις, όχι μόνο ατομικά αλλά και συνολικά.
Καταρχήν πρέπει να επαναλάβουμε το αυτονόητο. Το ασφαλιστικό δεν λύνεται. Οχι γιατί αντιδρούν οι εργαζόμενοι, ούτε γιατί δεν το θέλει η κυβέρνηση, αλλά επειδή αλλάζει η ζωή. Ζούμε περισσότερο από τις προηγούμενες γενιές (και καλά κάνουμε), ζούμε καλύτερα (και επίσης καλά κάνουμε) και έχουμε μεγαλύτερα έξοδα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης (και επίσης καλά κάνουμε). Η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους δεν θα αλλάξει στο ορατό μέλλον είτε η γραφειοκρατία που χειρίζεται τις οικονομίες των εργαζομένων έχει 13 ταμπέλες, είτε 113. Το σύστημα δεν πρόκειται να κερδίσει πολλά (αν πρόκειται να κερδίσει κάτι) είτε υπάρχει κυβερνητικός επίτροπος (κομισάριος λεγόταν την εποχή του σοσιαλισμού) στα ταμεία, είτε όχι. Αυτό που ελπίζουν κάποιοι είναι τα 13 ταμεία θα μειώσουν τη γραφειοκρατία, αν κι αυτό δεν είναι εμφανές από το νομοσχέδιο των 120.000 λέξεων. Αναδιαρθρώνοντας ένα πολύπλοκο σύστημα στο τέλος καταλήγεις με μεγαλύτερη πολυπλοκότητα απ’ ό,τι είχες στο παρελθόν: ακόμη κι αν η αναδιάρθρωση λειτουργούσε τέλεια, η γραφειοκρατία και οι ομάδες πίεσης θα φροντίσουν να τη ροκανίσουν.
Οι πιο αισιόδοξοι υπολογίζουν ότι οι ρυθμίσεις -που αγγίζουν μόνο όσους μπήκαν στην αγορά εργασίας τη δεκαετία του ’80- δίνει δύο χρόνια επιπλέον ζωής. Ομως ακόμη κι αν επιβεβαιωθούν αυτές οι προβλέψεις, το 2010 θα βρεθούμε πάλι στη σημερινή κατάσταση. Ολοι θα ουρλιάζουν για τη βιωσιμότητα του συστήματος και θα χρειαστούν νέα μέτρα, και το απόθεμα των παλιών προνομιούχων ασφαλισμένων θα έχει αποστραγγιστεί.
Το βασικό πρόβλημα που δεν αντιμετωπίζει το νομοσχέδιο -και πιθανώς το διογκώνει- είναι ο σοβιετικού τύπου έλεγχος του κράτους στα ταμεία. Αυτός εξυπηρέτησε όλες τις κυβερνήσεις και ελάχιστους εργαζόμενους. Κακά τα ψέματα: η εγγύηση του κράτους ήταν η «πώληση επί πιστώσει» στους εργαζόμενους. Στην καλύτερη των περιπτώσεων οι πολιτικοί έκαναν το καλό και το έριχναν στο ασφαλιστικό. Βοηθούσαν τις μητέρες, αλλά στο μέλλον. Σκέπαζαν προβλήματα υγείας και ασφάλειας στο χώρο εργασίας με επιπλέον χρόνια σύνταξης. Δανείζονταν τα αποθεματικά με την υπόσχεση «έχεις λαμβάνειν» εγγύηση. Κυρίως: ρουσφετολογούσαν ασύστολα.
Ηρθε η ώρα να συνειδητοποιήσουμε ένα πράγμα: όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει το κράτος όλο. Αν δεν απαιτήσουμε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα εγγυάται μια κατώτατη σύνταξη για όλους και από κει και πέρα να έχει καθείς τον έλεγχο των αποταμιεύσεών του, θα ζούμε ένα τερατώδη γραφειοκρατικό μηχανισμό που θα αναπαράγει ανισότητες και φτώχεια.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 25.3.2008